*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 22,32 €
Παιδιά του κόσμου
Ανθολογία 20 Ελλήνων λογοτεχνών
Συγγραφή: · Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Γεώργιος Μ. Βιζυηνός
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ' ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.
Στράτης Μυριβήλης
Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η "Καθημερινή", η "Εθνική", η "Ακρόπολις", η "Πρωία", η "Απογευματινή", η "Ελευθερία" και περιοδικά όπως ο "Θεατής", η "Νέα Εστία", η "Ελληνική Δημιουργία", ο "Ακρίτας", τα "Στρατιωτικά Νέα". Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το "Γαλάζιο βιβλίο") και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων "Κόκκινες ιστορίες". Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η "Ζωή εν Τάφω", που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια" (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του "Η Παναγιά η Γοργόνα". Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του "Το πράσινο βιβλίο", "Το γαλάζιο βιβλίο", "Το κόκκινο βιβλίο" και "Το βυσσινί βιβλίο". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στρατή Μυριβήλη βλ. Μανώλης Γιαλουράκης, "Μυριβήλης Στρατής", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νίκη Λυκούργου, "Μυριβήλης Στρατής", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 7, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Νίκη Λυκούργου, "Σχεδίασμα χρονογραφίας Στρατή Μυριβήλη (1890-1969)", Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη - Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1990 και Τάκης Καρβέλης, "Στρατής Μυριβήλης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)", Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κωστής Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή.
Ηλίας Βενέζης
Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973). Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω 337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τέλλος Άγρας
Τέλλος Άγρας (1899 - 1944). Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, γιος του σχολάρχη Γεωργίου Ιωάννου και της Ειρήνης Βλάχου. Είχε ένα μικρότερο αδερφό το Χρήστο. Το 1899 η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα και το 1906 μετακόμισε στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τέλειωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1907 έγινε συνδρομητής στη Διάπλαση των Παίδων, όπου πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία έντεκα μόλις ετών, στη στήλη της αλληλογραφίας. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησε και τα δυο μοναδικά ταξίδια της ζωής του, ένα στην Κάρυστο και ένα στη Χαλκίδα. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Το 1912 γράφτηκε στο Γυμνάσιο στην Αθήνα, μένοντας στο σπίτι της αδερφής της μητέρας του Αριστέας Βλάχου ως το 1925 που η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Μετά το θάνατο της θείας του ο Άγρας κράτησε το μικρό σπίτι της ως ερημητήριο. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Το 1914 ο Ξενόπουλος σχεδίαζε να κάνει τον Άγρα τακτικό συνεργάτη του περιοδικού, τα σχέδιά του αναβλήθηκαν όμως με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (πραγματοποιήθηκαν τελικά το 1916). Το 1916 τέλειωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1923). Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε το Μάη του ίδιου χρόνου με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Λύρα, Βωμός, Νέοι κ.α. Το 1918 βραβεύτηκε στο Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό και στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Λονδίνου Εσπερία. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου και εξέδωσε τη μετάφραση των Στροφών του Jean Moreas, ενώ το 1926 πραγματοποίησε και δεύτερη έκδοση μεταφράσεων από το έργο του Moreas με μια μελέτη για την ποίηση του γαλλόφωνου έλληνα ποιητή και μια για τη λογοτεχνική μετάφραση. Από το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Έγραφε στη Νέα Εστία από τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της και έγινε γρήγορα αρχισυντάκτης της (παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία το 1932 και το 1936 ανέλαβε τη στήλη της αλληλογραφίας), ενώ δημοσίευσε επίσης κείμενά του στα Γράμματα, τη Νέα Ζωή, την Αλεξανδρινή Τέχνη (και τα τρία περιοδικά της Αλεξάνδρειας), το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και σε πολλά άλλα έντυπα. Το 1928 έγινε συνεργάτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1934 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο Τα βουκολικά και τα εγκώμια. Ακολούθησε (1939) η δεύτερη συλλογή του με τίτλο Καθημερινές (1923-1930), που τιμήθηκε το 1940 με το Κρατικό Βραβείο ενώ τα Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας (1929-1944) εκδόθηκαν μόλις το 1966. Το 1938 πέθανε ο πατέρας του και ο Άγρας μετακόμισε με τη μητέρα του στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Οι κακουχίες της γερμανικής κατοχής αποδυνάμωσαν περισσότερο την ήδη ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Τη μέρα της Απελευθέρωσης χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε το Νοέμβρη του 1944. Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.α.) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τέλλου Άγρα βλ. Ζήρας Αλέξης, «Άγρας Τέλλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983 και Στασινοπούλου Μαρία, «Χρονολόγιο Τέλλου Άγρα», Διαβάζω 104, 17/10/1984, σ.14-21. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Πέτρος Χάρης
Πέτρος Χάρης (1902-1998). Ο Πέτρος Χάρης (πραγματικό όνομα Ιωάννης Μαρμαριάδης) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Νικόλαου Μαρμαριάδη από την Κρήτη. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, από όπου αποφοίτησε το 1924. Αμέσως μετά άρχισε να συνεργάζεται με αθηναϊκές εφημερίδες και το Νουμά ως συντάκτης και φιλολογικός συνεργάτης. Εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών (Γραμματέας και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας με βαθμό Γενικού Γραμματέα Υπουργείου), από όπου αποχώρησε το 1964 με το βαθμό του Επίτιμου Γενικού Γραμματέα. Το 1933 ανέλαβε τη διεύθυνση της Νέας Εστίας (μετά την αποχώρηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου) και παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 1987. Υπό τη διεύθυνσή του η Νέα Εστία τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1946). Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας για το έργο του Πολιτείες και θάλασσες, το βραβείο του ταξιάρχη του τάγματος του Γεωργίου Α’, το χρυσό σταυρό της Αγιορείτικης Χιλιετηρίδας και τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, μέλος της κριτικής επιτροπής των λογοτεχνικών και θεατρικών Κρατικών Βραβείων και των θεατρικών βραβείων του Παρνασσού, μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και πρόεδρος της Τάξεως Γραμμάτων και Καλών Τεχνών (1973). Είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1977 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της αφηγηματικής λογοτεχνίας από τις στήλες του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων με το ψευδώνυμο Κυανόλευκο λάβαρο. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στο Νουμά και το 1924 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων με τίτλο Η τελευταία νύχτα της γης. Τα πρώτα του έργα εντάσσονται στο κλίμα του συμβολισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στην Ελλάδα κυρίως μέσω του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από δοκιμιακό ύφος, χαμηλούς τόνους και επιμελημένη φόρμα. Το λογοτεχνικό είδος το οποίο καλλιέργησε κυρίως είναι το διήγημα, ενώ έγραψε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και δυο μυθιστορήματα, τις Ημέρες Οργής (1979) και τον Ανεμοστρόβιλο (1992). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Χάρη βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χάρης Πέτρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κόρφης Τάσος, «Πέτρος Χάρης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.288-339. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., «Χάρης Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Νίκος Γκάτσος
Νίκος Γκάτσος (1911 ή 1914-1992). Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης της Αρκαδίας. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, όπου σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου. Την περίοδο 1935-1936 ταξίδεψε στη Νότιο Γαλλία και το Παρίσι. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έκανε το 1931 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Της μοναξιάς" στο περιοδικό "Νέα Εστία", ενώ την ίδια περίοδο μπήκε στον κύκλο του περιοδικού "Νέα Γράμματα" με το οποίο συνεργάστηκε και ως κριτικός λογοτεχνίας, δραστηριότητα που ανέπτυξε και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας. Το 1943 εξέδωσε την "Αμοργό", ποιητική συλλογή που θεωρήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης και επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέστερούς του ποιητές. Μετά την "Αμοργό" ωστόσο δε δημοσίευσε παρά τρία ποιήματα στον περιοδικό τύπο. Στη μεταπολεμική περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό του Κ.Γ. Κατσίμπαλη "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική μετάφραση (Λόρκα, Στρίντμπεργκ, Ο’Νηλ, Λόπε ντε Βέγκα, Τενεσσή Ουΐλλιαμς κ.α.) σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και άλλων αθηναϊκών θιάσων και από τη δεκαετία του ’50 με τη στιχουργική. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη, το Σταύρο Ξαρχάκο και άλλους έλληνες συνθέτες. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του (1987) και εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας της Βαρκελώνης για τη συμβολή του (μέσω των μεταφράσεών του) στην προώθηση της ισπανικής λογοτεχνίας (1991). Πέθανε στην Αθήνα. Το 1995 κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη τουρκική μετάφραση του ποιητικού έργου του από τον Ηρακλή Μήλλα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Γκάτσου βλ. "Γκάτσος Νίκος" στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 3, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Δημοσθένης Κούρτοβικ, "Νίκος Γκάτσος", στο "Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς: ένας οδηγός", Αθήνα, Πατάκης, 1995, σ. 55-56, Αλέξης Ζήρας, "Γκάτσος Νίκος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 403-404, και Φίλιππος Μανδηλαράς-Αγγελική Πασσιά, "Νίκος Γκάτσος: Εργογραφία", περιοδικό "Ελί-τροχος", τχ. 11, Χειμώνας 1996-1997, σ. 8-13. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Λιλίκα Νάκου
Λιλίκα Νάκου (1904-1989). Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλίκας Νάκου βλ. Κοκκίνης Σπύρος, «Aνέκδοτη βιογραφία της Λιλίκας Νάκου», Πάροδος 7, 4/1991, σ.496-498, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Νάκου Λιλίκα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νάκας Θανάσης, Συνέντευξη με τη Λιλίκα Νάκου, Τομές48, 5/1979, σ.4-15, Ζήρας Αλεξ., «Νάκου Λιλίκα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Παρίσης Νικήτας, «Λιλίκα Νάκου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.184-202. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος
Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1903-2002). Ο Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1924) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή (1934). Εισηγητής, πάρεδρος και σύμβουλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος (1966) του Συμβουλίου Επικρατείας, πραγματοποίησε παράλληλα και ακαδημαϊκή καριέρα ξεκινώντας από τη θέση του υφηγητή Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διατελώντας διαδοχικά έκτακτος, τακτικός καθηγητής και Πρύτανης (1951-1957) της Παντείου, επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων του Μπορντώ και του Παρισιού. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην Τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και ένα χρόνο αργότερα απομακρύνθηκε από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, λόγω της καταγγελίας του δικτατορικού καθεστώτος των συνταγματαρχών ως παράνομου. Με τη μεταπολίτευση εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Επικρατείας και μετά το δημοψήφισμα έγινε πρόεδρος της δημοκρατίας για έξι μήνες. Το επιστημονικό συγγραφικό έργο του Στασινόπουλου συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής νομολογίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα και εκδότης του επιστημονικού περιοδικού "Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του περιοδικού "Η Διάπλασις των Παίδων", με δημοσιεύσεις στίχων και πεζογραφημάτων, αρχικά με το ψευδώνυμο Μεσσηνιακή Ακτή και αργότερα με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, επίσημα ωστόσο εμφανίστηκε το 1920 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων από γάλλους ποιητές στο περιοδικό "Μούσα", ενώ ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια και ταξιδιωτικά κείμενα δημοσίευσε σε διάφορα αθηναϊκά έντυπα, κυρίως στη "Νέα Εστία". Το 1949 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή που είχε τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησε η συλλογή "Ποιήματα - Δύο εποχές" (1979), ενώ εξέδωσε επίσης το μυθιστόρημα "Η δίκη" και το παιδικό πεζογράφημα "Η συντροφιά μας", ταξιδιωτικά κείμενα και δοκίμια. Στο χώρο της μετάφρασης ασχολήθηκε με συγγραφείς όπως οι Μαίτερλιγκ, Μορεάς, Ανρί Μπατάιγ, Ντωντέ, Ζιντ και άλλοι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Στασινόπουλου βλ. Τέλλος Άγρας, "Στασινόπουλος Μιχ. Δ.", στη "Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια", τ. 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Θεόδωρος Ξύδης, "Στασινόπουλος Μιχαήλ", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 12, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Κώστας Στεργιόπουλος (επιμ.), "Μιχ. Δ. Στασινόπουλος" στο "Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία-γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, και χ.σ., "Στασινόπουλος Μ. Δ.", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γεώργιος Αθάνας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987) Ο Γιώργος Αθάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Αθανασιάδη - Νόβα) γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αδερφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη - Νόβα, λογοτέχνη, δημοσιογράφου και κριτικού. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για εικοσιπέντε χρόνια, ως συνεργάτης των εφημερίδων Ακρόπολις, Πολιτεία, Αθηναϊκή και Νέος Κόσμος. Σταδιοδρόμησε ως πολιτικός, αρχικά ως βουλευτής με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων (του Ιωάννη Μεταξά) και στη συνέχεια με το Προοδευτικό Κόμμα (του Γεωργίου Καφαντάρη), το Κόμμα των Φιλελευθέρων και την Ένωση Κέντρου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής, Yπουργός Εσωτερικών, Παιδείας, Βιομηχανίας, Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ενώ τον Ιούλιο του 1965 έγινε πρωθυπουργός, παραιτήθηκε ωστόσο λίγες μέρες αργότερα μετά από καταψήφιση της κυβέρνησής του από τη Βουλή. Την περίοδο 1965-1966 διετέλεσε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Στο χώρο της λογοτεχνίας είναι γνωστός κυρίως ως ποιητής. Η γραφή του κινείται στο χώρο του λυρισμού με θέματα αντλημένα από την αγροτική ζωή της Ρούμελης. Τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή διηγημάτων του Απλοϊκές Ψυχές (1931). Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Αθάνα βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Αθάνας Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968 και χ.σ., «Αθανασιάδης - Νόβας Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης
Γ. Ξ. Στογιαννίδης (1912-1994). Ο Γιώργος Στογιαννίδης γεννήθηκε στην Ξάνθη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Θάσο, τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοαλβανικού πολέμου υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως γύρω στα 1970 έζησε στην Καβάλα, εργαζόμενος σε οικογενειακή βιοτεχνία και μετά το 1970 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο και ζει ως σήμερα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Καβάλα υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών και το 1934 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό Νέοι που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη. Συνεργάστηκε επίσης ως μέλος της συντακτικής επιτροπής με τα περιοδικά της Καβάλας Σκαπτή Ύλη, Εννέα Οδοί, Αργώ και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης Μακεδονικά Γράμματα, Ροτόντα καθώς επίσης με διάφορες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Από το 1975 και για πέντε χρόνια πραγματοποίησε ραδιοφωνικές εκπομπές με τίτλο Γύρω από την ποίηση στο ραδιοφωνικό σταθμό ΕΡ2 της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1931 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο περιοδικό Ορίζοντες του Πειραιά. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή που είχε τίτλο Περιστέρια στο φως. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1974). Ήταν μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά και άλλες γλώσσες. Η ποίηση του Γιώργου Στογιαννίδη ξεκίνησε από το χώρο του συμβολισμού και της αφηρημένης συνειρμικής γραφής και οδηγήθηκε διατηρώντας αμείωτη, αν και μέσα σε άλλα μορφικά πλαίσια, την ένταση των συναισθημάτων και την κυριαρχία του ερωτικού στοιχείου, σε μια κυριαρχία του «καθαρού» ποιητικού λόγου και της αυστηρής οργάνωσής του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Ξ.Στογιαννίδη βλ. Γεράνης Στέλιος, «Στογιαννίδης Γ.Ξ.», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., «Στογιαννίδης Γ(ιώργος) Ξ.», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δημήτρης Χατζής
Δημήτρης Χατζής (1913-1981). Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος , και της Αθηνάς το γένος Κυριακοπούλου από το Αίγιο. Είχε έξι αδέρφια. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και υπηρέτησε την ιδεολογία του στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς τον εξόρισε στη Φελέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την έισοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο · συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε ως υπέυθυνος σύνταξης ως το κλείσιμό της (1947). Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του · εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γαμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Με τη βοήθεια του προηγουμένου πραγματοποίησε ερευνητική εργασία και διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο όμως, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου. Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία · μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποιά απέκτησε μια κόρη την Ελένη - Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του "Η Φωτιά". Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, καθώς επίσης πολλά δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, που παρέμειναν ανέκδοτα. Το έργο του τοποθετείται στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανήκει στους ανανεωτές ρεαλιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας με κυρίαρχο στοιχείο της γραφής του τον κοινωνικό προβληματισμό. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συχνά έντονα λυρική διάσταση του λόγου του και η ιδιαίτερη προσοχή που έδωσε στη γλωσσική του έκφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Χατζή βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χατζής Δημήτρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, «Χρονολόγιο Δημήτρη Χατζή (1913-1981)», Διαβάζω 180, 9/12/1987, σ.34-38 και Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του ‘67 Η΄, σ.172-249. Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Βασίλης Λούλης
Βασίλης Λούλης (1901-1971). Ο Βασίλης Λούλης γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας. Το 1912 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του λόγω οικονομικής ανέχειας και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να δουλέψει. Παράλληλα φοίτησε στο νυχτερινό σχολείο του συλλόγου Παρνασσός και σε ηλικία δεκαεφτά χρόνων τέλειωσε το Σχολαρχείο και έφυγε για να δουλέψει στα καράβια. Λόγω της δραστηριότητάς του στο χώρο του συνδικαλισμού και της Αριστεράς δε μπόρεσε να ανέλθει επαγγελματικά και παρέμεινε ναυτεργάτης για εικοσιένα χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα το 1941, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση και επέστρεψε στην Κύμη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Αντίσταση - υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Κύμης και υπεύθυνος της Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού - , διώχτηκε και φυλακίστηκε για τη δράση του. Το 1944 απομακρύνθηκε από το ΕΑΜ. Μετά από ρήξη των δεσμών του με την οικογένειά του τέσσερα χρόνια αργότερα, έζησε ως το θάνατό του απομονωμένος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε από τα νεανικά του χρόνια με δημοσιεύσεις στίχων σε διάφορα περιοδικά, ενώ συνέχισε να γράφει και την περίοδο που ταξίδευε. Το 1951 δημοσίευσε τη νουβέλα Λυσίκομος Εκάβη στο περιοδικό Πειραϊκά Χρονικά. Το μεγαλύτερο μέρος του εκδεδομένου έργου του ολοκλήρωσε από το 1947 ως το 1950, περίοδο κατά την οποία δημοσίευσε και κείμενα στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη και Επιθεώρηση Τέχνης. Το 1952 εξέδωσε το διήγημα Λυσίκομος Εκάβη. Η ενασχόλησή του με το γράψιμο σταμάτησε λόγω προσωπικών του προβλημάτων και ξανάρχισε μόλις τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Το πεζογραφικό έργο του Βασίλη Λούλη τοποθετείται χρονικά στη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η συναισθηματική εμπλοκή του στις περιπέτειες των ηρώων του, εμπλοκή η οποία πηγάζει από την επιτακτική ανάγκη εξομολόγησης, η οποία τον ώθησε στη συγγραφή. Για τον ίδιο λόγο υιοθέτησε στο σύνολο του έργου του τον άμεσο, απλό, βιωματικό λόγο, βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα μάλλον, παρά στη φαντασία και τηρώντας αποστάσεις από οποιοδήποτε λογοτεχνικό ρεύμα και πρότυπο, αλλά και από τον διδακτισμό που χαρακτηρίζει γενικότερα την ενταγμένη στο χώρο της Αριστεράς λογοτεχνία μας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βασίλη Λούλη βλ. Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Βασίλης Λούλης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67 Ε΄, σ.92-102. Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιάννης Κοντός
Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο "Ηνίοχος", σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα ("Τα ευγενή μέταλλα", τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων "Κέδρος". Έχει κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και με το "Το Βήμα της Κυριακής". Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο "Απόπειρα". Έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο "Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο", σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά. Το ενδέκατο βιβλίο του, "Πρόκες στα σύννεφα", 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά. Διδάσκει σε σχολή θεάτρου. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή "Ο αθλητής του τίποτα". Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Κύπρος Χρυσάνθης
Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην κυπριακή λογοτεχνία, που ουσιαστικό συνιστά παράμετρο της γενικής νεοελληνικής γραμματείας μόνο με γεωγραφικό περιεχόμενο, δύο συγγραφείς κυριάρχησαν ισοδύναμα ως κορυφαίες μορφές, ο Κώστας Μόντης και ο Κύπρος Χρυσάνθης. Και οι δύο επιδόθηκαν με την ίδια επιτυχία στην ποίηση αλλά και στη λογοτεχνία. Ο Κύπρος Χρυσάνθης (1915-1998) υπήρξε γενικότερα μια σημαντική μορφή όχι μόνο της φιλολογικής αλλά και της κοινωνικής και εθνικής ζωής της Κύπρου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε το επάγγελμα αυτό ως κοινωνικό λειτούργημα, με ανθρωπιά και υψηλό αίσθημα καθήκοντος. Η ποίησή του διαπνέεται από αγάπη για την Ελλάδα, ενώ συγκινεί και γοητεύει με τη λυρική της έξαρση. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου. Τα πεζογραφήματά του, χωρίς αφηγηματικό φόρτο, αφηγούνται κυρίως ανθρώπινες ιστορίες της κυπριακής ζωής. Ιδιαίτερα τον συγκίνησαν τα δραματικά γεγονότα που ξεδιπλώθηκαν με την τουρκική εισβολή. Για πολλά χρόνια διηύθυνε το περιοδικό "Κυπριακά Γράμματα", του οποίου την έκδοση συνεχίζει μετά το θάνατό του η αφοσιωμένη σύζυγός του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κύπρου Χρυσάνθη, βλ. Αλέξης Ζήρας, "Χρυσάνθης Κύπρος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη, 2007.
Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου
Ένας συνειδητός Έλληνας με υψηλό εθνικό φρόνημα και βαθιά αγάπη για την περιοχή της καταγωγής του, τη Θράκη. Γεννήθηκε το 1886 στις Σαράντα Εκκλησιές και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος και ουσιαστικά ψυχή της Εταιρείας Θρακικών Μελετών ως το θάνατό του το 1967. Υπήρξε επίσης διευθυντής του έγκυρου περιοδικού "Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού". Παράλληλα με τη λαογραφία επιδόθηκε και στη λογοτεχνία, με έφεση σε θέματα που αφορούσαν τοπικά ήθη και έθιμα. Μερικά από τα βιβλία του είναι: "Θρακικές ηθογραφίες", "Η Τουρκεμένη", "Πασχαλιά και Χριστούγεννα στη Θράκη", "Χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματα", "Η ελληνικότης της Θράκης", "Οι Πομάκοι", "Ο Γ. Βιζυηνός ως ποιητής και διηγηματογράφος", "Θράκες λαογράφοι του 19ου αιώνος", "Τα Αναστενάρια" κ.ά.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Άχνα (1940) και μεγάλωσε στην Αμμόχωστο. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα Θεάτρου στην Αθήνα. Εργάστηκε στην αρχή ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και για τριάντα χρόνια στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Ειδικεύτηκε σε θέματα Ραδιοφωνίας στο Μόναχο και υπήρξε Διευθυντής Ραδιοφωνίας στο ΡΙΚ. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: "Πρώτη πηγή" (1961), "Η άγνοια του νερού", με πρόλογο Τ. Κ. Παπατσώνη (1967), "Αχαιών ακτή" (1977), "Αμμόχωστος βασιλεύουσα" (1982) -οι τρεις τελευταίες συλλογές τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου -, "Θόλος" (1989, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), "Μεθιστορία" (1995, Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδας), "Δοκίμιν" (2000), "Αχαιών ακτή" (2003), "Αιγιαλούσης επίσκεψις" (2003), "Κυδώνιον μήλον" (2006), "Ίμερος" (2012). Το 1997 κυκλοφόρησε (μετάφραση και εισαγωγή του ιδίου) το βιβλίο "Ρωμανού του Μελωδού: Τρεις ύμνοι" (Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας). Το 2009 κυκλοφόρησαν δύο τόμοι με δοκίμια, άρθρα και συνεντεύξεις του από τις εκδόσεις Άγρα, με τίτλο "Ολισθηρός ιστός". Το 1998 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη, στην Αίγυπτο, και το 2003 με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.
Κώστας Ασημακόπουλος
Ο Κώστας Ασημακόπουλος είναι ένας από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους συγγραφείς που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Έχει τιμηθεί τρεις φορές από την Ακαδημία Αθηνών, τρεις φορές με το κρατικό βραβείο θεάτρου, με το διεθνές Premio Pirandello (1988), με βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία "Art Sciences et Lettres" και με το Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: "Η γενιά των αιχμαλώτων", "Ο βασιλιάς και το άγαλμα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Φόνοι στη Σπάρτη", "Το δέντρο που χορεύει", "Η Αλτάνα της Πάργας" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Το πηγάδι με τ' άστρα" (μυθιστορηματική βιογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Στ'), "Στο ρέμα των κορυδαλλών", "Οι ψυχές της Σαμοθράκης" και "Ο χορός των κληρονόμων", τις συλλογές διηγημάτων "Του Ιερού Λόχου", "Ο χορός του Οσμάν Τάκα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Τα παιδιά", και πολλά θεατρικά έργα που παίχτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο του "Ελένη Αλταμούρα", παιζόταν συνεχώς επί δύο χρόνια στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στη Ρουμανία. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και στα κινεζικά.
Επιμέλεια: ·Ευγενία Τσιοπούλου
Ευγενία Τσιοπούλου
Ανθολογία: · Κώστας Ασημακόπουλος
Κώστας Ασημακόπουλος
Ο Κώστας Ασημακόπουλος είναι ένας από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους συγγραφείς που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Έχει τιμηθεί τρεις φορές από την Ακαδημία Αθηνών, τρεις φορές με το κρατικό βραβείο θεάτρου, με το διεθνές Premio Pirandello (1988), με βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία "Art Sciences et Lettres" και με το Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: "Η γενιά των αιχμαλώτων", "Ο βασιλιάς και το άγαλμα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Φόνοι στη Σπάρτη", "Το δέντρο που χορεύει", "Η Αλτάνα της Πάργας" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Το πηγάδι με τ' άστρα" (μυθιστορηματική βιογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Στ'), "Στο ρέμα των κορυδαλλών", "Οι ψυχές της Σαμοθράκης" και "Ο χορός των κληρονόμων", τις συλλογές διηγημάτων "Του Ιερού Λόχου", "Ο χορός του Οσμάν Τάκα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Τα παιδιά", και πολλά θεατρικά έργα που παίχτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο του "Ελένη Αλταμούρα", παιζόταν συνεχώς επί δύο χρόνια στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στη Ρουμανία. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και στα κινεζικά.
Έκδοση: 2005 από "Επίλογος"
Σελ.:189 (25χ17), Σκληρό εξώφυλλο, ISBN: 960-88466-3-3
Θέμα: "Νεοελληνική λογοτεχνία - Συλλογές"
- Περιγραφή
- Άλλοι τίτλοι από Κώστας Ασημακόπουλος
Κώστας Ασημακόπουλος
Asimakópoulos, KóstasΟ Κώστας Ασημακόπουλος είναι ένας από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους συγγραφείς που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Έχει τιμηθεί τρεις φορές από την Ακαδημία Αθηνών, τρεις φορές με το κρατικό βραβείο θεάτρου, με το διεθνές Premio Pirandello (1988), με βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία "Art Sciences et Lettres" και με το Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: "Η γενιά των αιχμαλώτων", "Ο βασιλιάς και το άγαλμα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Φόνοι στη Σπάρτη", "Το δέντρο που χορεύει", "Η Αλτάνα της Πάργας" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Το πηγάδι με τ' άστρα" (μυθιστορηματική βιογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Στ'), "Στο ρέμα των κορυδαλλών", "Οι ψυχές της Σαμοθράκης" και "Ο χορός των κληρονόμων", τις συλλογές διηγημάτων "Του Ιερού Λόχου", "Ο χορός του Οσμάν Τάκα" (βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), "Τα παιδιά", και πολλά θεατρικά έργα που παίχτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο του "Ελένη Αλταμούρα", παιζόταν συνεχώς επί δύο χρόνια στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στη Ρουμανία. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και στα κινεζικά.
Όταν στα 1962 έκανα προσκαλεσμένος γι' αρκετό καιρό το πρώτο μου ταξίδι στην Κίνα, είχα την ευκαιρία να βρίσκομαι σε πάμφτωχα χωριά, σ' επαρχίες μακρινές μέσα
σε οικογένειες με παιδιά πολλά. Οι δυσκολίες κι οι στερήσεις της τραχιάς ζωής ήταν ολοφάνερες στους χωρικούς που δέχονταν την ομάδα των ξένων. Όμως αυτοί, σαν να είχαν όλα τ' αγαθά που επιθυμούσαν, μας μιλούσαν με τρυφερότητα και μας έδειχναν τα γελούμενα λιγόχρονα παιδιά. Αυτά, φτωχικά ντυμένα κι όλα ίδια -όπως κι οι μεγάλο τότε-, μας πλησιάζουν με πρόσωπα φωτεινά, χαμογελώντας. Μας έκαναν εντύπωση! Πώς μπορούσαν μέσα σε τόση ένδεια και σε ζωή μόχθου να έχουν το χαμόγελό τους. Είπα τη σκέψη μου, Και μου ήρθε η απάντηση από έναν ταλαίπωρο γονιό.
-Γι' αυτό το χαμόγελο μοχθούμε. Είναι η πρώτη μας έγνοια. Γιατί το χαμόγελο κάθε παιδιού είναι ήλιος που ανατέλλει
Κράτησα στη μνήμη μου την τελευταία φράση του. "Το χαμόγελο κάθε παιδιού είναι ήλιος που ανατέλλει..."; Μέσα σε αυτή κλεινόταν η ελπίδα, η αισιοδοξία, το φως του αύριο, ο σκοπός και το νόημα της ζωής των ανθρώπων, τη φύλαξα σαν απόκτημά ζείδωρο και σε λίγα χρόνια μου έδωσε την ιδέα να κάνω την πιο αγαπημένη μου ταινία, την λαϊκότατη "Οικογένεια Χωραφά". Σε αυτή, δυο φτωχοί (πολύτεκνοι γονείς τη δεκαετία του '60, σ' ένα προάστιο της Αθήνας, αγωνίζονται, χωρίς να χάνουν το κέφι της ζωής, για να μη λείπει τίποτε στα δεκατρία παιδάκια τους. Κάποτε φτάνουν σε αδιέξοδο ,απελπίζονται κι απ' τις ανάγκες σπρώχνονται στην απόφαση να δώσουν σε μια πλούσια οικογένεια Ελληνοαμερικάνων ένα παιδί τους. Τότε μια ημέρα που τα βγάζουν όλα περίπατο, τα καμαρώνει ένας ηλικιωμένος κύριος, τους βλέπει λυπημένους και τους λέει:
"-Πού ξέρετε αν μια ημέρα ένα από αυτό τα παιδάκια δεν γίνει ένας σπουδαίος επιστήμονας ή άλλη ωραία προσωπικότητα και βοηθήσει τον κόσμο; Ίσως και να τον σώσει από κάτι. Nα τ' αγαπάτε, λοιπόν, τα παιδάκια σας".
"Να τ' αγαπάτε..." Μόνο εκείνοι οι γονείς τα δικά τους; Η προτροπή δεν ακούγεται για όλους και για όλα τα παιδιά του κόσμου; "Να τ' αγαπάτε... γιατί πού ξέρετε αν κάποια ημέρα ένα από τα παιδάκια του κόσμου δεν γίνει...". Και ποιος μπορεί να πει ποιο παιδί;,.. Ποιο δίνει αυτή την ακραία ελπίδα της ευεργεσίας όλου του κόσμου; Μα και δίχως αυτό το ξεχωριστό, υπέρτατο αποτέλεσμα, τα παιδιά, οι καινούργιοι άνθρωποι που έρχονται στον κόσμο, είναι η ελπίδα κι η αισιοδοξία της συνέχειάς του. Γι' αυτό κι όλοι οι προχωρημένοι στα χρόνια, με παιδιά ή χωρίς -αν γι' αυτή τη συνέχεια δεν μεριμνούμε, στο μέτρο που καθένας μας μπορεί-, μένουμε άδειοι κι αδικαίωτοι που υπάρχουμε;
Στοργή και φροντίδα στα παιδιά. Σε όσα βλέπουμε να υπάρχουνε μαζί (μας και σε όσα δεν τα ζούμε δίπλα μας αλλά η δυστυχία τους μας έρχεται σπαραχτική απ' τις τραγικές πατρίδες τους και μας κραυγάζει, μας εκλιπαρεί για έλεος, ανθρωπιά και δικαιοσύνη,
Κράζει για συναίσθηση ευθύνης...
Ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής του θεάτρου Ευγένιος 0' Νηλ σ' ένα γερό, αντιρατσιστικό έργο του έχει δώσει τίτλο "Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά". Φράση πυκνή και με σημασία πολυδιάστατη. Απλώνεται σαν ουράνιο τόξο κι επάνω απ' τους σκοπούς της UNICEF , λάμπει επισημαίνει: Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν δικαιώματα για να υψωθούν , να φύγουν από δυστυχίες και αθλιότητες.
Αυτές οι απλές σκέψεις με οδήγησαν να προτείνω στο Διοικητικό Συμβούλιο του ελληνικού "ΡΕΝ" (Poets-Essaysts-Novelists, Παγκόσμια Οργάνωση Συγγραφέων), ως προσφορά του στο Ελληνικό Τμήμα της UNICEF , την ετήσια έκδοση αυτού του τόμου. Και με βαθιά ευχαρίστηση επιλέγω κάθε χρόνο κείμενα στοργής για άμοιρα παιδιά.
Κώστας Ασημακόπουλος
(2013) Ένα καπέλο γεμάτο βροχή, Δωδώνη Γενικές Εκδόσεις
(2010) Μιας πατρίδας άνθρωποι, Εκδόσεις των Φίλων
(2009) Διαλεχτής Ζευγώλη - Γλέζου, Πέτρου Γλέζου μνήμη, Ευθύνη
(2008) Εκείνοι που δεν έφυγαν, Άγκυρα
(2007) Αποτύπωση της Ιουλίας Ιατρίδη, Ευθύνη
(2007) Το πάθος της ζωής, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
(2005) Ο κόκκος της άμμου, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ
(2005) Αστραπή στο δάσος. Ο ακάλυπτος χώρος. Ελένη Αλταμούρα, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ
(2005) Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ
(2005) Μια ζωή να ζεις, Άγκυρα
(2005) Παιδιά του κόσμου, Επίλογος
(2004) Ξένοι δρόμοι, Τζέι & Τζέι Ελλάς
(2002) Ο χορός των κληρονόμων, Κέδρος
(2001) Επικύρωση του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Ευθύνη
(2000) Ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων για το Άγιον Όρος, Ιωλκός
(2000) Τα παιδιά, Προσκήνιο
(1999) Το δέντρο που χορεύει, Πιτσιλός
(1999) Στο ρέμα των κορυδαλλών, Ενάλιος
(1997) Οι ψυχές της Σαμοθράκης, Χατζηνικολή
(1996) Το πηγάδι με τ' άστρα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1996) Πρακτικά Α' διεθνούς συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος
(1995) Ένα καπέλο γεμάτο βροχή, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ
(1995) Η Αλτάνα της Πάργας, Χατζηνικολή
(1990) Η πεταλούδα, Δωρικός
(1989) Το μαύρο σάλι και άλλα διηγήματα, Χατζηνικολή
(1988) Η σοφία του μύθου, Χατζηνικολή
(1986) Το παιδί και το καρβέλι, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1986) Ο χορός του Οσμάν Τάκα, Χατζηνικολή
(1985) Αυτοί που φέρνουν τον τροχό των ονείρων, Δωρικός
(1983) Μέρες ενός γιατρού, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1975) Ο βασιλιάς και το άγαλμα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
() Οι μπάσταρδοι του ήλιου, Αποσπερίτης
() Η δίκη του Χριστού, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ
() Οι βραδυνές καμπάνες, Χατζηνικολή