*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 45,65 €
Διαδρομές στο βλέμμα
Σταθμοί στην ιστορία της φωτογραφίας
Φωτογραφία: · Felix Nadar
Felix Nadar
Γάλλος πρωτοπόρος της τέχνης της φωτογραφίας (1820-1910).
André Kertész
O Andre Kertesz (Oυγγαρία 1894 - HΠA 1985), δάσκαλος για μεγάλους δημιουργούς του 20ου αιώνα όπως ο Henri Cartier-Bresson, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές στην ιστορία της φωτογραφίας. Γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1894, ο Andre (Andor στα ουγγρικά) δεν είναι παρά οκτώ ετών όταν χάνει τον πατέρα του. Ο θείος του Lipot Hoffman αναλαμβάνει την εκπαίδευσή του. Αποφοιτώντας από την Ακαδημία Εμπορίου της Βουδαπέστης, πιάνει δουλειά στο Χρηματιστήριο. Η πρώτη γνωστή φωτογραφία του, "Ο νεαρός που έχει αποκοιμηθεί", χρονολογείται από το 1912 και αποτελεί προάγγελο της τέχνη του: καθαρότητα ύφους και πρωτοκαθεδρία του συναισθήματος. Επιστρατεύεται στον αυστροουγγρικό στρατό και αποθανατίζει την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, την αναμονή στα χαρακώματα και τις μακριές πορείες. Είτε φωτογραφίζει την εξοχή είτε τους φίλους του, ο Kertesz δεν εξαλείφει ποτέ το συναισθηματικό φορτίο που τον διακατέχει. Ακολουθώντας την επιθυμία του να γίνει φωτογράφος, πηγαίνει στο Παρίσι το 1925. Εγκαθίσταται στη συνοικία Μονπαρνάς, αρχίζει να συχνάζει στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους (Mondrian, Chagall, Zadkine, Foujita, Colette, κ.ά.) και φωτογραφίζει τους Ούγγρους φίλους του, τα εργαστήρια των καλλιτεχνών και σκηνές του δρόμου. Σύντομα το ταλέντο του αναγνωρίζεται και το 1927 εκθέτει στη γκαλερί "Au Sacre du Printemps". Το 1933 φωτογραφίζει την περίφημη σειρά "Distortions" ("Παραμορφώσεις"), όπου τα γυμνά μοντέλα του, δύο Ρωσίδες, ποζάρουν στο φακό με τα σώματά τους να αντικατοπτρίζονται σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Συγκλονιστικές ή ανατρεπτικές, οι "παραμορφώσεις" αυτές βρίσκονται σε διάλογο με τον Picasso, τον Arp και τον Moore. Το 1934 εκδίδεται το βιβλίο του "Paris vu par Andre Kertesz" ("Το Παρίσι ιδωμένο από τον Andre Kertesz"), με κείμενο του Pierre MacOrlan. Στο Παρίσι επίσης δημιουργεί τα αριστουργήματά του "Χορεύτρια βαριετέ" (1926), "Στο σπίτι του Mondrian" (1926) και "Τα χέρια και τα ματογυάλια του Paul Arma" (1928). Δέχεται παραγγελίες από τον γαλλικό και τον γερμανικό Τύπο για ρεπορτάζ και εικονογραφήσεις. Η επιθεώρηση της πρωτοπορίας "Art et Medecine" δημοσιεύει τις φωτογραφίες του μαζί με εκείνες της Germain Krull, του Man Ray, του Emmanuel Sougez, του Francois Kollar και του Brassai, τον οποίο ο Kertesz έχει συναντήσει το 1926 και τον έχει μυήσει στη φωτογραφία. Χρησιμοποιώντας από το 1928 μηχανή Leica, παραμένει μέχρι το 1935 ένας από τους κύριους συνεργάτες του περιοδικού "Vu". Έχοντας υπογράψει συμβόλαιο με το πρακτορείο "Keystone", το μεγαλύτερο διεθνές πρακτορείο της εποχής, φεύγει το 1936 για τη Νέα Υόρκη, μαζί με τη γυναίκα του Ελιζαμπέτ, η συνεργασία τους όμως διαρκεί λιγότερο από ένα χρόνο. Τα περιοδικά "House & Garden", "Harper's Bazaar", "Vogue" και "Coronet" ζητούν φωτογραφίες του. Ούτε όμως οι εκθέσεις του στην PM Gallery (1937) και στο Art Institute του Σικάγο (1946), ούτε η δημοσίευση του βιβλίου "Day of Paris" (1945, σε σχεδιασμό του A. Brodovitch), δεν αρκούν για να επιβάλλουν τον Kertesz ως έναν από τους εκπροσώπους της φωτογραφικής πρωτοπορίας στις ΗΠΑ. Πολιτογραφημένος αμερικανός από το 1944, υπογράφει το 1949 συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τις εκδόσεις Conde Nast, για τις οποίες θα πραγματοποιήσει κυρίως φωτογραφίσεις αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων. Ταυτόχρονα, από τα μέσα της δεκαετίας του '50 παθιάζεται με την έγχρωμη φωτογραφία, την οποία προσεγγίζει με απλότητα, αρνούμενος κάθε είδους χρωματικό εφέ. Νιώθοντας ότι το έργο του δεν γίνεται κατανοητό και ότι οι όροι εργασίας του δεν είναι ικανοποιητικοί, αποφασίζει το 1962 να δώσει τέλος στη σταδιοδρομία του ως επαγγελματία φωτογράφου. Την επόμενη χρονιά, ο Kertesz ξαναβρίσκει τα αρνητικά από τη δουλειά του στην Ουγγαρία και τη Γαλλία, τα οποία είχε αφήσει στο Παρίσι το 1936. Μετά τη Biblioteque Nationale στο Παρίσι, το Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης παρουσιάζει μια έκθεση αφιερωμένη στις φωτογραφίες του (1964). Σε όλο τον κόσμο πραγματοποιούνται αφιερώματα στη δουλειά του, ενώ πληθαίνουν οι εκθέσεις: Τόκιο, Στοκχόλμη, Βουδαπέστη, Λονδίνο, Παρίσι, Ελσίνκι... Το 1975 είναι ο τιμώμενος προσκεκλημένος των Διεθνών Συναντήσεων Φωτογραφίας της Αρλ. Έκτοτε ο Kertesz παύει να δουλεύει στο δρόμο. Στο εξής φωτογραφίζει τα περισσότερα θέματά του από το παράθυρό του στη Washington Square, από ψηλά. Η φωτογραφική του ματιά επιβάλλεται πλέον και έχει κερδίσει την επίσημη αναγνώριση. Οι δημοσιεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ αφιερώνονται στο άτομό του σημαντικές μονογραφίες. Το 1984, επιδιώκοντας τη διάσωση του έργου του, ο Kertesz δωρίζει το σύνολο των αρνητικών του, καθώς και το προσωπικό του αρχείο στο γαλλικό κράτος (Υπουργείο Πολιτισμού). Πεθαίνει την επόμενη χρονιά, στο σπίτι του, στη Νέα Υόρκη, στις 28 Σεπτεμβρίου 1985, σε ηλικία 91 ετών.
Josef Sudek
Τσέχος φωτογράφος (1896-1976), που έγινε κυρίως γνωστός για τις φωτογραφίες του από την Πράγα (αποκαλείται ο "ποιητής της Πράγας"). Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε με το στρατό της Αυστρουγγαρίας στο ιταλικό μέτωπο, έως τον σοβαρό τραυματισμό του, το 1916, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια, και παρά τον ακρωτηριασμό του, του δόθηκαν καθήκοντα στρατιωτικού φωτογράφου. Μετά τον Πόλεμο σπούδασε για δύο χρόνια φωτογραφία στην Πράγα, με καθηγητή τον Jaromir Funke. Οι πρώτες του φωτογραφίες ήταν πιστές στο εικονιστικό ύφος της δεκαετίας του '20, γρήγορα όμως συνειδητοποίησε την ανάγκη για αισθητικές αλλαγές, ιδρύοντας την προοδευτική Φωτογραφική Εταιρεία Τσεχίας, το 1924. Δεν προσχώρησε όμως ποτέ απόλυτα στον μοντερνισμό, υιοθετώντας ένα ύφος που θεωρείται περισσότερο νεορομαντικό. Η πρώτη του έκθεση στη Δύση έγινε στο George Eastman House, το 1974. Όσο ζούσε εξέδωσε 16 φωτογραφικά βιβλία. Το βιβλίο "Prague Pictures - Portraits of a City" του συγγραφέα Τζων Μπάνβιλ, που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 2003 (Bloomsbury), αποτελεί ένα ποιητικό πορτρέτο της Πράγας βασισμένο στις φωτογραφίες του Josef Sudek.
Henri Cartier - Bresson
"Το μάτι του αιώνα", "το συνώνυμο της λέξης φωτογραφία" ή ακόμα "ο καλοδουλεμένος φακός" συνοδεύουν το όνομα του Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν (Chanteloup, 1908 - Province, 2004), και του έργου του. Εξάλλου, εάν ποτέ υπήρξε ένα βλέμμα που ήταν σε θέση να αλλάξει τον τρόπο παρατήρησης της πραγματικότητας και, ταυτόχρονα, τον τρόπο σκέψης για τη φωτογραφία, αυτό ήταν το δικό του. Ο Henri Cartier-Bresson γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1908 στην Chanteloup, στη Γαλλία. Μετά τις σπουδές του λυκείου παθιάζεται με την ζωγραφική και με τις ιδέες των σουρεαλιστών και τα έτη 1927-28 σπουδάζει ζωγραφική με τον Andre Lhote. Το 1930 φεύγει για την Ακτή του Ελεφαντοστού, όπου θα παραμείνει για ένα χρόνο. Όταν επιστρέψει, αρχίζει να φωτογραφίζει. Εκθέτει στην γκαλερί Julien Levy της Νέας Υόρκης το 1932 και στη συνέχεια στη Μαδρίτη. Το 1934 περνάει ένα χρόνο στο Μεξικό και το 1935 μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου θα αρχίσει να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο, μαζί με τον Paul Strand. Επιστρέφει στη Γαλλία τα έτη 1936-39 και εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη του Jean Renoir. Το 1940 αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς και μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες, κατορθώνει να αποδράσει τον Φεβρουάριο του 1943. Επιστρέφει στή Γαλλία και συμμετέχει στην Αντίσταση, ενώ δημιουργεί μερικά πορτραίτα καλλιτεχνών και συγγραφέων. Στην Απελευθέρωση γυρίζει το "Le Retour", ένα ντοκιμαντέρ για τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων πολέμου και το 1946 πηγαίνει ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ολοκληρώσει μια "μετά θάνατον" έκθεση που του είχε αφιερώσει κατά λάθος το ΜοΜΑ, επειδή πίστευε ότι ήταν αγνοούμενος του πολέμου. Το 1947 ιδρύει με τον Capa, τον Seymour και τον Rodger το πρακτορείο Magnum Photos. Τον επόμενο χρόνο ξεκινά για την Ανατολή και θα επισκεφθεί την Ινδία, την Κίνα και την Ινδονησία. Το 1952 επιστρέφει στην Ευρώπη και δύο χρόνια αργότερα, θα είναι ο πρώτος φωτογράφος που θα γίνει δεκτός στην ΕΣΣΔ. Θα ακολουθήσουν μεγάλα ταξίδια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στη Κούβα, στο Μεξικό, στον Καναδά και στην Ιαπωνία. Το 1970 εγκαινιάζεται στο Grand Palais, στο Παρίσι, η έκθεσή του "En France", Μετά το 1974 αφιερώνεται στο σχέδιο. Το 1981 βραβεύεται με το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο για τη Γαλλική Φωτογραφία και το 1986 με το Βραβείο του 19ου αιώνα (Παλέρμο). Το 2000 με τη σύζυγο του Martine Franck και την κόρη του Melanie, αποφασίζουν να δημιουργήσουν το Ίδρυμα Henri Cartier-Bresson, που αναγνωρίζεται από τη γαλλική κυβέρνηση ως κοινωφελές και ανοίγει το 2003, υπό τη διεύθυνση, αρχικά του Robert Delpire και στη συνέχεια του Agnes Sire. Τον ίδιο χρόνο ανοίγει η μεγάλη, αναδρομική έκθεση "HCB: Περί τίνος πρόκειται;" στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Στις 3 Αυγούστου 2004 πεθαίνει στην οικογενειακή κατοικία του στην Προβάνς, σε ηλικία 95 ετών.
Robert Doisneau
Γάλλος φωτογράφος (1912-1994), που έγινε κυρίως γνωστός με τις ρεαλιστικές και ταυτόχρονα χιουμοριστικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του από τους δρόμους του Παρισιού. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του 20ου αιώνα, με ένα έργο που συνέβαλε στην εξέλιξη της τέχνης της φωτογραφίας προς τον ρεαλισμό αλλά και την υπέρβασή του.
Robert Capa
Ο Robert Capa (1913-1954) δεν σκόπευε να γίνει πολεμικός φωτογράφος, αλλά οι περιστάσεις της ζωής του ήταν αυτές που τον ώθησαν να γίνει. Γεννήθηκε με το όνομα Endre Erno Friedmann σε μια εβραϊκή οικογένεια της Βουδαπέστης. Το 1931, σε ηλικία 17 ετών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, επειδή είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις κατά του ουγγρικού καθεστώτος. Πηγαίνει στο Βερολίνο όπου θα δουλέψει στο σημαντικό βερολινέζικο πρακτορείο Dephot, σαν φωτογράφος (παρόλο που αυτό που ονειρευόταν ήταν να γίνει συγγραφέας). Ο διευθυντής του, Simon Guttmann, αναγνωρίζει αμέσως το ταλέντο του και τον στέλνει να φωτογραφίσει τον Τρότσκι κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στην Κοπεγχάγη. Το 1933, με τον Χίτλερ στην εξουσία, ο Endre αναγκάζεται για μια ακόμα φορά να φύγει. Θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, με την ελπίδα να κερδίσει τα προς το ζην σαν φωτορεπόρτερ. Τον πρώτο καιρό όμως γνωρίζει τι σημαίνει πείνα, δυστυχία και ξενοφοβία, που μετριάζονται μόνο μέσα από τις νέες φιλίες. Ανάμεσα σ' αυτές, ο Henri Cartier-Bresson και ο David Seymour -περισσότερο γνωστός σαν "Chim"- με τους οποίους αργότερα θα ιδρύσει το Magnum Photos (το 1947, μαζί με τους William Vandivert και George Rodger). Αυτή την περίοδο γνωρίζει, επίσης, τη νεαρή γερμανίδα πρόσφυγα Gerda Taro, η οποία θα γίνει η σύντροφος και μάνατζέρ του. Μαζί θα "ανακαλύψουν" την ταυτότητα του φωτογράφου Robert Capa -διαλέγουν το όνομα επειδή προφέρεται εύκολα, ακούγεται σαν αμερικανικό και παρηχεί το όνομα του σκηνοθέτη Frank Capra- και θα φύγουν για την Ισπανία, για να καλύψουν τα επεισόδια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο Robert Capa γίνεται ήδη διάσημος σ'όλο τον κόσμο, το 1936, με την εμβληματική φωτογραφία ενός στρατιώτη των δημοκρατικών που πέφτει χτυπημένος από σφαίρα, φωτογραφημένος τη στιγμή ακριβώς που εκτινάσσεται στον αέρα· τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου όμως η Gerda Taro σκοτώνεται, ενώ φωτογραφίζει την υποχώρηση στη μάχη του Brunete. Ο Capa ποτέ δεν ξεπέρασε εντελώς αυτή την απώλεια. Τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να φωτογραφίζει τις μεγάλες συγκρούσεις, καλύπτοντας την κινεζική αντίσταση στην ιαπωνική εισβολή του 1938, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη (1941-1945), τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο (1948) και τον πόλεμο της Ινδοκίνας (1954), στον οποίο θα χάσει τη ζωή του, σε ηλικία 40 ετών, με τη φωτογραφική μηχανή πάντα στο χέρι, ενώ βρίσκεται σε αποστολή του "Time/Life", πατώντας πάνω σε μια νάρκη. Σύμβολο όλων των φωτορεπόρτερ που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για το επάγγελμά τους, ο Capa είχε τον τρόπο να συνθέτει εικόνες με ασύγκριτη γλυκύτητα, ιστορικές τοιχογραφίες ποτισμένες με πινελιές ανθρωπιάς. Ήξερε τον τρόπο να ανακαλύπτει στα πρόσωπα του κόσμου την αποκαλυπτική εκείνη στιγμή, όταν ο πόνος αμβλύνεται από την ελπίδα. Για να διαφυλάξει τη μνήμη και το πνεύμα του έργου του, ως ανθρώπινου ντοκουμέντου -καθώς και του έργου των πρόωρα χαμένων συναδέλφων του Werner Bischof, David "Chim" Seymour και Dan Weiner- ο νεώτερος αδελφός του Cornell Capa ίδρυσε το 1966 το International Fund for Concerned Photography και αργότερα, το 1974, το International Center of Photography ("Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας"), στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, στο οποίο φιλοξενείται μόνιμη έκθεση των φωτογραφιών του.
William Eugene Smith
Αμερικανός φωτογράφος, από τους "κλασικούς" του 20ου αιώνα (1918-1978). Έγινε κυρίως γνωστός για τις "ωμές" φωτογραφίες του καθημερινής βίας αλλά και πεδίων μάχης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Βούλα Παπαϊωάννου
Γεννήθηκε στην Λαμία το 1898. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Πολυτεχνική Σχολή. Άρχισε την ενασχόλησή της με τη φωτογραφία το 1940-1944. Μετά την κήρυξη του πολέμου φωτογράφισε τη ζωή εκείνων που έμειναν στην πρωτεύουσα. Εργάστηκε για τον Ερυθρό Σταυρό. Διηύθυνε το τμήμα φωτογραφίας της UNRRA (1946-1950). Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (1952). Μια πάθηση των ματιών την ανάγκασε να σταματήσει τη φωτογραφία. Δώρισε το αρχείο των φωτογραφιών της στο Μουσείο Μπενάκη (1978). Πέθανε στην Αθήνα το 1990. Η Βούλα Παπαϊωάννου μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας από τον φωτογράφο Πάνο Γεραλή. Στα πρώτα της βήματα ασκήθηκε με επιτυχία σε λήψεις μουσειακών εκθεμάτων, τοπίου και αρχαιοτήτων. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη γερμανική Κατοχή κατέγραψε τη ζωή του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, αποτυπώνοντας τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των σκελετωμένων από την πείνα παιδιών. Κατά την περίοδο του εμφυλίου (1947-1949) κατέγραψε τη ρημαγμένη ύπαιθρο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της αλλά και τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της χώρας, συνεργαζόμενη με την UNRRA και τις αμερικανικές αποστολές. Μετά το 1950 συμμετείχε με την προσωπική της ματιά, συχνά ως μέλος της ΕΦΕ (Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία), στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της Ελλάδας όπως προβλήθηκε μέσα από τα τουριστικά έντυπα και φωτογραφικά βιβλία. Δύο μάλιστα σημαντικές εκδόσεις από τον ελβετικό οίκο Clairefontaine / Guide du Livre, "La Grece a ciel ouvert" και "Iles Greques", διέδωσαν τις φωτογραφίες της πέρα από τα σύνορα της χώρας μας. Το έργο της, με την κατάθεσή του από την ίδια στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη το 1976, είδε πάλι το φως και επανεκτιμήθηκε κυρίως την τελευταία εικοσαετία. (φωτογραφία: 1950, συλλογή Φίλη Αρναούτογλου)
1899-1998 Nelly's
Nelly's είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τα έργα της η διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (Αϊδίνιο 1899 - Αθήνα 1998). To 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Σπούδασε φωτογραφία στη Δρέσδη. Το 1925 έφτασε στην Αθήνα και άνοιξε το στούντιό της στην οδό Ερμού. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που παρέμεινε στην Ελλάδα (1925-1939), συνέχισε να φωτογραφίζει ασταμάτητα και να διοργανώνει εκθέσεις. Το 1940 μετακόμισε με τον σύζυγό της στην Αμερική και άνοιξε στούντιο στην 57η Λεωφόρο της Ν. Υόρκης, όπου εργάστηκε έως το 1966. Την ίδια χρονιά επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος του φωτογραφικού της αρχείου ανήκει στο Μουσείο Μπενάκη.
Σπύρος Μελετζής
Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε στην ΄Ιμβρο το 1906. Από το 1923 εργάστηκε ως επαγγελματίας φωτογράφος. Οι μαρτυρίες μιας εποχής, που αποτυπώνονται στο έργο του Σ. Μελετζή φέρουν σαφώς την προσωπική του σφραγίδα, αναγνωρίσιμη ακόμα και από τους μη ειδικούς. Ο Σπύρος Μελετζής πέθανε το 2003 στην Αθήνα σε ηλικία 97 ετών.
Δημήτρης Α. Χαρισιάδης
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1911. Εργάστηκε ως Χημικός. Αφιερώθηκε στη φωτογραφία το 1940. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στην Ήπειρο είναι ο επίσημος φωτογράφος του Ερυθρού Σταυρού και στη συνέχεια ο ανταποκριτής για πρακτορεία και περιοδικά του και περιοδικά του εξωτερικού, όπως το περιοδικό "Life" και το πρακτορείο "Assosiated Press". Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (1952). Πέθανε στην Αθήνα το 1993. Το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη γίνεται κάτοχος του αρχείου Χαρισιάδη το 1997.
Κώστας Μπαλάφας
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε σ' ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, την Κυψέλη Άρτας, το 1920, από γονείς αγρότες. Στο χώρο της φωτογραφίας τον συναντούμε το 1939 στα Γιάννενα όπου έζησε τον πόλεμο του 1940 και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-44. Φωτογράφισε τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα κατά των κατακτητών και τον αποτύπωσε στο φωτογραφικό λεύκωμα "Το Αντάρτικο στην Ήπειρο". Από το 1951 εργάστηκε στη ΔΕΗ και τον περισσότερο χρόνο του τον διέθεσε στην φωτογραφία. Οι σκληρές συνθήκες ζωής που πέρασε στα παιδικά του χρόνια και οι αγώνες του λαού εκείνους τους καιρούς για ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια επέδρασαν στον ευρύτερο ψυχισμό του και διαμόρφωσαν το ύφος της φωτογραφικής του δουλειάς· επέλεξε κυρίως θέματα κοινωνικού προβληματισμού. Από το 1952 ταξίδεψε σχεδόν όλη την Ελλάδα φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τη ζωή και τα έθιμα των ανθρώπων της επαρχίας. Οι φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν δημοσιευτεί σε καταλόγους εκθέσεων καθώς και σε προσωπικές εκδόσεις. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας. Έφυγε από τη ζωή στις 9 Οκτωβρίου 2011, σε ηλικία 91 ετών.
Κωνσταντίνος Μάνος
Ο Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε το 1934 στην Columbia, στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ από γονείς Έλληνες μετανάστες, από τον νησί Αφισιά του Μαρμαρά. Μεγαλώνοντας έμαθε ελληνικά από τους γονείς του. Η φωτογραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε από την φωτογραφική λέσχη του σχολείου του σε ηλικία δεκατριών ετών. Αποφοίτησε από το τμήμα αγγλική λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών προσλήφθηκε ως επίσημος φωτογράφος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης για το καλοκαιρινό της φεστιβάλ. Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου άσκησε το φωτογραφικό επάγγελμα ως ελεύθερος επαγγελματίας. Το βιβλίο του "Portrait of Symphony", με θέμα τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, εκδόθηκε το 1961. Στα τέλη του 1961 ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου αρχικά σχεδίαζε να περάσει ένα χρόνο φωτογραφίζοντας, με σκοπό να μαζέψει υλικό για την έκδοση βιβλίου. Τελικά, έμεινε τρία χρόνια, κρατώντας ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα και ταξιδεύοντας στην ύπαιθρο σε αναζήτηση φωτογραφιών. Αποτέλεσμα αυτής της παραμονής ήταν το λεύκωμα "A Greek Portfolio", που δημοσιεύτηκε το 1972. Το βιβλίο βραβεύτηκε στην Αρλ και στο Φεστιβάλ Βιβλίου της Λειψίας. Το 1963, ο Κωνσταντίνος Μάνος έγινε μέλος του πρακτορείου Μagnum Photos. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ από την Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη και εργάστηκε για τις εκδόσεις "Time-Life". Ήταν ο βασικός φωτογράφος του βιβλίου τους για την Αθήνα. Το 1974 εργάστηκε ως κύριος φωτογράφος του "Where's Boston?", μιας παραγωγής πολυμέσων όπου καταγράφεται η ζωή της πόλης. Με το πρόγραμμα αυτό συνδέεται και η έκδοση του βιβλίου του "Bostonians" (1975). Ακολούθησαν οι εκδόσεις "Constantine Manos" (1986) και "American Color", με έγχρωμες φωτογραφίες (1995), και η επανέκδοση του "A Greek Portfolio" (1999) που συνοδεύτηκε από μεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μάνου περιλαμβάνονται στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγου, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού και του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας. Το 2003 τιμήθηκε με το Leica Medal of Excellence για το έργο των έγχρωμων φωτογραφιών του από την Αμερική, ένα "πρόγραμμα σε εξέλιξη".
κ.ά.
Έκδοση: 1997 από "Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή"
Σελ.:269 (30χ24), Μαλακό εξώφυλλο
Θέμα: "Φωτογραφικές συλλογές" "Φωτογράφοι"
Η έκθεση "Διαδρομές στο βλέμμα" που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο από τις 29 Ιουνίου έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1997 επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία της φωτογραφίας μέσα από έργα των γνωστότερων εκπροσώπων διαφόρων φωτογραφικών ειδών (τοπίο, πορτρέτο, πολεμική, εθνογραφική, επιστημονική και πειραματική φωτογραφία, φωτοειδησεογραφία, μόδα), συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών των πρωτοπόρων της ελληνικής φωτογραφικής σκηνής. Συνολικά παρουσιάζονται 130 φωτογραφίες 26 ξένων και Ελλήνων φωτογράφων (πέντε φωτογραφίες του κάθε καλλιτέχνη): Nadar, Beato, Marey, Atget, Demachy, αδελφοί Lumiere, Curtis, Casasola, Ghisoland, Rodtchenko, Kertesz, Lartigue, Sudek, Cartier-Bresson, Doisneau, Capa, Smith, Giacomelli, Moon, Salgado, Παπαϊωάννου, Nelly's, Μελετζής, Χαρισιάδης, Μπαλάφας, Μάνος.