*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 40,57 €
Ελληνική ζωγραφική
Μόνιμες συλλογές
Συγγραφή: ·Ζίνα Καλούδη
Ζίνα Καλούδη
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. 1960-1964: Πτυχίο Αρχαιολογίας με άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. 1964-1968: Μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. 1968-1973: Μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη. Κρατικό διδακτορικό δίπλωμα (Doctorat d'Etat es Lettres) με άριστα από τη Σορβόννη (Παρίσι Ι). 1975: Εκλέγεται Τακτική Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1992 Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 1985: Βραβείο Καζαντζάκη. 1989: Α΄ Κρατικό Βραβείο Μελέτης Δοκιμίου για το βιβλίο "Περί ζωγραφικής. Αλμπέρτι και Λεονάρντο". Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και Τεχνών από την Ιταλική και Γαλλική Δημοκρατία και με το παράσημο του Αλφόνσου του Σοφού από την Ισπανική Κυβέρνηση. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα Ιστορίας της Τέχνης.
Αλεξάνδρα Αποστολίδου
Μετάφραση: ·Philip Ramp
Philip Ramp
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Ζίνα Καλούδη
Φωτογραφία: ·Σταύρος Ψηρούκης
Σταύρος Ψηρούκης
Επιμέλεια: ·Ζίνα Καλούδη
Ζίνα Καλούδη
Ζωγραφική επιμέλεια: · Domenicos Theotokopoulos
Domenicos Theotokopoulos
Μεγάλος ζωγράφος του 16ου-17ου αιώνα, γεννημένος στην Κρήτη (1541-1614). Εκπαιδεύτηκε στην αγιογραφία στη γεννέτειρά του, που ανήκε, εκείνη την εποχή, στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, και στη συνέχεια μαθήτευσε στη ζωγραφική στη Βενετία, στη Ρώμη και στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ισπανικού μανιερισμού και μυστικισμού.
Παναγιώτης Δοξαράς
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Νικηφόρος Λύτρας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Θεόδωρος Ράλλης
Έλληνας ζωγράφος (Κωνσταντινούπολη, 1852 - ; 1909). Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Χίου. Αφού εργάστηκε για λίγο στον εμπορικό οίκο Ράλλη - Μαυρογιάννη ("Ralli Brothers") του Λονδίνου, το 1873 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον ακαδημαϊκό δάσκαλο και οριενταλιστή καλλιτέχνη Ζαν Λεόν Ζερόμ, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1875 και ως το τέλος της ζωής του συμμετείχε ανελλιπώς στα επίσημα γαλλικά Salon, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις στο Παρίσι (1878, 1889-Αργυρό Μετάλλιο) και σε άλλες εκθέσεις στη Γαλλία και αλλού. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με Αργυρό Μετάλλιο στα "Ολύμπια" το 1888 και στη "Διεθνή Έκθεση Αθηνών" το 1903. Το 1885, χρονιά που τιμήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος στην Ελλάδα, απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Διατηρούσε εργαστήριο και στο Κάιρο, όπου περνούσε τους χειμερινούς μήνες από το 1880 έως το 1904 και όπου ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα (διοργάνωση ετήσιων εκθέσεων, κ.ά.). Το 1910 η Εθνική Πινακοθήκη απεδέχθη το Κληροδότημα Ράλλη, έναν χρόνο αργότερα απενεμήθη το Βραβείον Θεόδωρου Ράλλη στο Παρίσι, ενώ προς τιμήν του οργανώθηκε το 1912 στην Ελλάδα ο πρώτος "Ράλλειος διαγωνισμός".
Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης 1837 - Πειραιάς 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Μόνιμη πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου".
Ιωάννης Αλταμούρας
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας 1852 - Σπέτσες 1878), έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο πατέρας του, ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Ιωάννης ήταν επτά ετών, οπότε η μητέρα του, η σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε σπουδάσει στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα "Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών" της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871-1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873-1876 κοντά στον Carl Frederik Sorensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Όταν επέστρεε στην Ελλάδα άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στη "Σχολή του Μονάχου", η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.
Γεώργιος Ροϊλός
Ο Γεώργιος Ροϊλός (Στεμνίτσα Γορτυνίας, 1867 - Αθήνα, 1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ζωγράφους του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) στην Αθήνα, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1888 πήγε με υποτροφία στο Μόναχο όπου συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Το 1890 πήγε στο Παρίσι για να ολοκλήρωσει τις σπουδές του. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την Έδρα Ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου. Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα.
Περικλής Πανταζής
Ο Περικλής Πανταζής (1849-1884), περισσότερο γνωστός εκτός Ελλάδος (κυρίως στο Βέλγιο) παρά στην ίδια του την πατρίδα, υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ζωγράφους που ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στο περιβάλλον του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, και μάλιστα την εποχή που αυτό το κίνημα βρισκόταν στο απόγειό του. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Για ένα χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά, απογοητευμένος από τον συντηρητισμό της Ακαδημίας, έφυγε για τη Μασσαλία και το Παρίσι. Στο Παρίσι μυθολογείται ότι μαθήτευσε κοντά στον Γκουστάβ Κουρμπέ και τον Αντουάν Σιντρέιγ, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ωστόσο, αυτή η φήμη αντανακλά το αληθές γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το έργο των συγχρόνων του Ευγένιου Μπουντέν, του Ολλανδού Γιόχαν Μπάρτχολντ Ζόνκιντ και των ιμπρεσιονιστών Μανέ, Ντεγκά και Πισαρό, και οπωσδήποτε το έργο των Κουρμπέ και Σιντρέιγ. Το 1873, πιθανότατα συστημένος από τον σπουδαίο Μανέ, ο Πανταζής εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Στη βελγική πρωτεύουσα παρέμεινε ύστερα από πρόσκληση του πλούσιου Έλληνα εμπόρου Ιωάννη Οικονόμου, ο οποίος στη συνέχεια παρήγγειλε πολλά έργα στον ζωγράφο. Στο Βέλγιο, ο Πανταζής έγινε μέλος ενός αντιακαδημαϊκού καλλιτεχνικού ομίλου και συνδέθηκε φιλικά με τον ζωγράφο Γκιγιώμ Φόγκελς και τον γλύπτη Ωγκύστ Φιλιπέτ. Το 1878 εκπροσώπησε με έργα του την Ελλάδα στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Δυστυχώς, αυτός ο άξιος και ανήσυχος καλλιτέχνης υπέφερε για πολλά χρόνια από φυματίωση και απεβίωσε πριν καλά καλά κλείσει τα 35 του χρόνια. Ο Περικλής Πανταζής πρόλαβε, ωστόσο, στη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο που συνδυάζει πειστικά τον ρωμαλέο ρεαλισμό του Κουρμπέ, τη χρωματική τόλμη του Μανέ και την ιμπρεσιονιστική ελευθερία στην απόδοση του φωτός.
Συμεών Σαββίδης
Ο Συμεών Σαββίδης (Τοκάτ ή Τοκάτη (αρχαία Ευδοκιάδα) Μικράς Ασίας 1859 - Αθήνα 1927) από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου", θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες έλληνες ζωγράφους τού 19ου αι. Στο έργο του εστιάζεται στην ανθρώπινη μορφή και τα ανατολίτικα ηθογραφικά θέματα. Πραγματοποίησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1878-1880). Με ιδιωτική υποτροφία, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου (1880-1887) με δασκάλους τον Γύζη, τον Ludwig von Lofftz και τον Wilhelm von Diez. Έμεινε στο Μόναχο για πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας ελάχιστα ταξίδια προς την πατρίδα του, την Μικρά Ασία, προκειμένου να συγκεντρώσει θεματικό υλικό για τα έργα του. Παρουσίασε πίνακές του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη. Το 1925 επέστρεψε φτωχός και άρρωστος στην Αθήνα, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Λυκούργος Κογεβίνας
Ο Λυκούργος Κογεβίνας (Κέρκυρα 1887 - Αθήνα 1940) σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι στην Academie de la Grande Chaumiere και αργότερα στον Academie Jylian. Ξεκίνησε σαν ζωγράφος με έργα ιμπρεσιονιστικά, για να ασχοληθεί κατόπιν αποκλειστικά με τη χαρακτική. Είναι ο πρώτος έλληνας καλλιτέχνης που εισήγαγε στην Ελλάδα την τεχνική της οξυγραφίας. Στα χαρακτικά του έργα ξεκινά με ιμπρεσιονιστικά ζωγραφικά στοιχεία, για να καταλήξει σε μια εικονογραφική-περιγραφική διάθεση.
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Κωνσταντίνος Μαλέας
Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ου αιώνα (1879-1928). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, και συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Παρίσι (1901-1908). Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, το οποίο απελευθέρωσε από την αναπαραστατική ηθογραφία της εποχής, αποδίδοντάς του μια πρωτογενή αισθαντικότητα, που μας είναι γνώριμη από τις μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του.
Δημήτριος Γαλάνης
Ο Δημήτριος Γαλάνης (Αθήνα 1879 - 1966) ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος, Θεωρείται ο θεμελιωτής της χαρακτικής στην Ελλάδα. Το 1897-1899 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και το 1899 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα. Το διάστημα 1900-1902 σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία , πήρε τη γαλλική υπηκοότητα ( αφού κατετάγη πρώτα το 1914 στην Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε στο Γαλλικό στρατό και τη διετία 1915-1917 στο συμμαχικό στρατό ) και αργότερα δίδαξε χαρακτική. Από το 1901-1912 είχε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως γελοιογράφος και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής εκείνης στη Γαλλία. To 1945 εξελέγη καθηγητής χαρακτικής στην Ecole des Beaux Arts και ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1949 ανακηρύχθηκε μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών.
Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ)
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (Βαρειά Μυτιλήνης 1871 - Μυτιλήνη 1934), ως αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα (20ου). Γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην γραφική περιοχή της Βαρειάς, τόπο που αγάπησε με βάθος και συναίσθημα που το μετέδωσε απλόχερα στο ζωγραφικό του έργο. Περιηγήθηκε, ανήσυχος και ονειροπαρμένος όπως ήταν, απ’ την Σμύρνη ως το Πήλιο και την Λάρισα, όπου δημιουργεί τις δυο πρώτες περιόδους της ζωγραφικής του. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου (1912) επιστρέφει στην Μυτιλήνη για να ολοκληρώσει την τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωγραφικής του. Εκεί τον συναντά ο καταξιωμένος τεχνοκρίτης και εκδότης Τeriade, στον οποίο κυρίως οφείλεται η αναγνώριση της αξίας του ζωγραφικού του έργου και η προβολή του στο διεθνή χώρο.
Φώτης Κόντογλου
Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ' ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο "'Εκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας", έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ' όλα με μεγάλη καρδιά. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Σπύρος Βασιλείου
Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξείδι 1903 - Αθήνα 1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι το 1903 και ήλθε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία. Απογοητευμένος από τον άνυδρο τρόπο διδασκαλίας της εποχής, που έδινε έμφαση στην θεωρητική κατάρτιση, ο Βασιλείου και μια ομάδα συμφοιτητών του επαναστάτησαν και απαίτησαν μεταρρυθμίσεις. Η στάση τους ανάγκασε τη Σχολή να αλλάξει διευθυντή και μεθόδους διδασκαλίας, εισήγαγε το εργαστήριο και υιοθέτησε την διδασκαλία μοντέρνων μεθόδων και σχολών ζωγραφικής όπως ο ιμπρεσιονισμός. Ο Βασιλείου αποφοίτησε το 1923. Η καταξίωση του ήταν άμεση και στα επόμενα 60 χρόνια έγινε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες. Εκτός από τους καμβάδες του, παρήγαγε θρησκευτικές εικόνες, ξυλόγλυπτα, εικονογραφήσεις, αφίσες, σκηνικά για το θέατρο, κλπ. Οι εικόνες και τα σχέδια του έχουν αφομοιωθεί πλήρως στην σύγχρονη Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Ο Βασιλείου πίστευε ότι η σύγχρονη Ελληνική τέχνη πρέπει να ενσωματώσει τις επιρροές των διεθνών ρευμάτων χωρίς όμως να χάνει τον Ελληνικό χαρακτήρα της, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από χιλιετίες παράδοσης. Οι ιμπρεσιονιστικοί και μοντερνιστικοί πίνακες του δεν απέχουν ποτέ πολύ από την Βυζαντινή παράδοση εικονογραφίας, όπως την προσάρμοσε ο ίδιος στην σύγχρονη πραγματικότητα. Το χρονολόγιο της ζωής του, με μια ματιά: 1903. Γεννιέται στο Γαλαξείδι. 1921. Μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών. 1929. Κάνει την πρώτη του έκθεση στην αίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου. 1930. Του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. 1934. Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας. 1941. Παντρεύεται την Κική Κωνσταντακοπούλου. 1945. Πρώτη σκηνογραφία για το Εθνικό Θέατρο 1949. Εικονογραφεί το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού. 1950. Ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου το Ελληνικό Χορόδραμα 1960. Κερδίζει το βραβείο Γκουγκενχάιμ. 1961. Σκηνογραφεί την κινηματογραφικήυποψήφια για Όσκαρ "Ηλέκτρα" του Μιχάλη Κακογιάννη. 1969. Εκδίδει το αυτοβιογραφικό "Φώτα και σκιές". 1975. Μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη. 1982. Σκηνογραφεί το 146ο και τελευταίο έργο του. 1985. Πεθαίνει στο σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη. Σήμερα, η οικογένεια του έχει μετατρέψει το ατελιέ και το σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη, σε γκαλερί του έργου του και σε μουσείο.
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Παναγιώτης Τέτσης
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 και το 1940 παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά γνωρίζει τους "πραγματικούς του δασκάλους", τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα. Το 1943 σπουδάζει ζωγραφική στο προπαρασκευαστικό τμήμα της "Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών" στην Αθήνα, κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο. Ακολουθεί εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής, κοντά στον Κ. Παρθένη, απ' όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956, ο Π. Τέτσης εγκαθίσταται στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού διδάσκεται την τέχνη της χαλκογραφίας. Από το 1958 έως το 1976 διδάσκει στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστή αργότερα ως "Σχολή Βακαλό"), ενώ παράλληλα (έως το 1962) διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη "Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου". Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Τέχνης τον εκλέγει μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων, για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκουνγκενχάιμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Ακολουθεί (1962) το Βραβείο Κριτικών για το έργο "Το Ναυπηγείο", ενώ το 1970 ορίζεται εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνείται τη συμμετοχή. Το 1976 ο Π. Τέτσης εκλέγεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, όπου διδάσκει έως το 1991. Το 1989 η σύγκλητος τον εκλέγει πρύτανη του Ιδρύματος και το 1993 εκλέγεται ακαδημαϊκός. Έχει λάβει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Έχει παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές - ομαδικές εκθέσεις.
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Αλέκος Φασιανός
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. (1956-1960, εργαστήριο Γ. Μόραλη). Αγάπησε και μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο κ.ά. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Salon comparaisons (Παρίσι 1970), Biennale του Sao Paulo (1971) και Βενετίας (1972), Graphics Biennale του Baden-Baden (1985) κ.ά. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών ("Αμερική" του Κάφκα, 1975, "Ελένη" του Ευριπίδη, 1976, "Όρνιθες" του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Ξεχωρίζουν τα ονόματα των Ο. Ελύτη, L. Aragon, G. Apollinaire, Κ. Ταχτσή, Κ. Καβάφη, Α. Εμπειρίκου, Γ. Ρίτσου, Β. Βασιλικού κ.ά. Έργα του κοσμούν επίσης ειδικές εκδόσεις τέχνης, όπως λευκώματα με θέμα αρχιτεκτονικά τοπία, όψεις πόλεων κ.λπ. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερα φιλμς για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.
Δημήτρης Μυταράς
Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε το 1934 στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και σκηνογραφία στην Ecole des Arts Decoratifs του Παρισιού. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έντονο κινησιακό σχέδιο και χρωματική διαύγεια. Σε όλες τις περιόδους της ζωγραφικής του τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μια διάχυτη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα με φανερή κοινωνική κριτική διάθεση. Οι πλαστικές του αξίες έχουν κλασική δομή και η επαφή με την ελληνική παράδοση είναι φανερή. Οι σημαντικές περίοδοι της ζωγραφικής του είναι: "Καθρέφτες" (1960-1964) "Δικτατορία" (1966-1970) "Επιτύμβια" (1971-1976) "Πορτραίτα" (1977-1987) "Σκηνές θεάτρου" (1988-1991). Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, ο Δημήτρης Μυταράς έχει εκθέσει σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου και έχει πάρει μέρος σε όλες σχεδόν τις σημαντικές Μπιεννάλε.
Γιώργος Μαυροΐδης
Γιώργος Μαυροΐδης (1912-2003). Ο πατέρας του ήταν από την Κύπρο, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του από τη Λευκάδα. Μετά στην Αθήνα σπούδασε νομικά κι έζησε τον πόλεμο και την κατοχή. Το 1946 παντρεύτηκε στην Αλεξάνδρεια την Αλεξάνδρα Θωμαΐδη και γέννησαν μια κόρη. Το 1947-1959 υπηρέτησε στη διπλωματική υπηρεσία κι έζησε στη Γαλλία (1950-52) και στην Ιταλία (1957-58). Μεταξύ 1959-1982 διετέλεσε καθηγητής της ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ήταν ο πρώτος της πρύτανης. Πάντα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική· παράλληλα εξέδωσε διηγήματα -"Καθρέφτες" (Ίκαρος, 1947), και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ποιήματα -"Το κρυφό" (1989), "Το γιοφύρι " (1990), "Μέσα ποταμός" (Καστανιώτης, 1993), "Ίσαμε πού;" (Άγρα, 1995), "Το μακρινό ταξίδι" (Άγρα, 2003).
Γιάννης Γαΐτης
Ο Γιάννης Γαΐτης (1923-1984) γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1942, με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Ως φοιτητής επηρεάστηκε έντονα από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μιας γενιάς που έτρεχε με λαχτάρα στο νεοσύστατο τότε θέατρο Κουν. Στο σπίτι του, στην οδό Μαυρομματαίων, ο νεαρός Γαΐτης έκανε την πρώτη του έκθεση, το 1944, στην οποία οι επιρροές των μετα-ιμπρεσιονιστών είναι εμφανείς. Ο καλλιτέχνης εκφράστηκε με ποικίλες καλλιτεχνικές τάσεις -γεωμετρικές, κυβιστικές, σουρεαλιστικές, εξπρεσιονιστικές-, και τον κέρδισε για ένα διάστημα η αφηρημένη τέχνη. Το όνειρό του να ζήσει στο Παρίσι θα πραγματοποιηθεί τη δεκαετία του ’50. Έκτοτε μοίραζε τον καιρό του μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, έως το 1974, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα διεθνώς αναγνωρισμένος και με πλήθος εκθέσεων στο ενεργητικό του. Το 1964 το "Μυρμηγκάκι", η πρώτη του φιγούρα, δίνει τέλος στην αφηρημένη περίοδο του Γαΐτη και προαναγγέλει το αντικείμενο-αρχέτυπο, το "Ανθρωπάκι" του, που θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1967 και θα φτάσει στην οριστική του μορφή τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70. Τα στυλιζαρισμένα "ανθρωπάκια" του Γαΐτη, σύμβολο της αλλοτρίωσης και της μαζικοποίησης του σύγχρονου ανθρώπου, απετέλεσαν το σήμα κατατεθέν της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Στο απόγειο της δόξας του, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έκανε εκθέσεις και εγκαταστάσεις σε όλο τον κόσμο. Λίγο πριν από το θάνατό του, η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε προς τιμήν του μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Αθήνα. Μια επόμενη μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του έγινε στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς, από 14 Απριλίου έως 4 Ιουνίου 2006, με επιμέλεια και συντονισμό της κόρης του Λορέττας Γαΐτη- Charrat.
Γιώργος Μπουζιάνης
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα 1885 - Αθήνα 1959) ήταν έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τους Γ. Ροϊλό, Νικηφ. Λύτρα, Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907,συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Otto Seitz. Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και μαθήτευσε κοντά στον ιμπρεσιονιστή Max Liebermann. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής, κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929-1932. Με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να επιστρέψει το 1934 στην Ελλάδα. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας όταν το 1950 εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Guggenheim.
Νίκος Κεσσανλής
Ο Νίκος Κεσσανλής (Θεσσαλονίκη 1930 - Αθήνα 2004), ασυμβίβαστος και επαναστάτης μέχρι το τέλος, μέτοχος των εξελίξεων στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1950, ανανέωσε τον ελληνικό εικαστικό λόγο. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών παρουσίας του στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, ο Κεσσανλής έχει στο ενεργητικό του περισσότερες από 30 ατομικές εκθέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα και πολυάριθμες συμμετοχές σε σημαντικές διεθνείς εκδηλώσεις. Το 1959 του απονεμήθηκε το βραβείο Modigliani, ενώ το 1961 βραβεύτηκε με τιμητικό έπαινο στη Biennale του Sao Paulo και με τον σημαντικό ευρωπαϊκό τίτλο Premio Lissone. Το πρώτο βραβείο απέσπασε επίσης το 1997 στη Γαλλία από το Conseil regional, στο Salon de Montrouge, ενώ υπήρξε και ένας από τους θεμελιωτές της μηχανικής τέχνης Mec-art, ενώ κατάφερε να λύσει το κτιριακό πρόβλημα της Σχολής Καλών Τεχνών, κατά τη θητεία του ως πρύτανης.
Χρύσα Ρωμανού
Κώστας Τσόκλης
Ο Κώστας Τσόκλης είναι Έλληνας εικαστικός καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών έως το 1954. Από το 1957 έως το 1960 συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. Από το 1960 έως το 1984 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, με μια μικρή διακοπή το 1971-72 όπου έμεινε στο Βερολίνο καλεσμένος από τη D.A.A.D. Το 1984 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το έργο του απέκτησε διεθνή απήχηση από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν άρχισε να εκθέτει τα προοπτικά "Αντικείμενα". Από τότε συνέχισε να πειραματίζεται συστηματικά με διάφορα μέσα έκφρασης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, το σχέδιο, τη φωτογραφία, τις κατασκευές, το βίντεο, την performance, το φως και τον ήχο, αναζητώντας νέους τρόπους προσέγγισης των αντικειμένων, της φύσης, των μύθων αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων. Σταθμό σε αυτόν τον αδιάκοπο προβληματισμό αποτέλεσε η συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1986, όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα με μια σειρά έργων όπως το "Καμακωμένο ψάρι" και τα "Πορτρέτα", ζωγραφικούς πίνακες πάνω στους οποίους προβαλλόταν η βιντεογραφημένη εικόνα. Αυτά αποτέλεσαν την πρόταση για μια "ζωντανή ζωγραφική" (living painting), την οποία εξέλιξε το 1990 με την εισαγωγή του συγκεκριμένου χρόνου θέασης στο εικαστικό έργο τέχνης, για το σύνθετο πολυθέαμα "Μήδεια", που παρουσιάστηκε στο Cadran Solaire στην πόλη Troyes (Γαλλία). Ο Κώστας Τσόκλης έχει πραγματοποιήσει πάνω από εκατό ατομικές εκθέσεις σε Μουσεία και γκαλερί όλου του κόσμου, στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες (1971), στην Kunsthalle του Ντίσελντορφ (1972), στην Πινακοθήκη Πιερίδη στην Αθήνα (1983), στο Μουσείο Luigi Pecci στο Πράτο της Ιταλίας (2000), στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας (2000-2001), στο Palazzo Strozzi της Φλωρεντίας (2003) κ.ά. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις και συμμετείχε σε σημαντικές ομαδικές διεθνείς διοργανώσεις, όπως η Μπιενάλε του Παρισιού (1963 και 1965), του Sao Paulo (1965) και η Documenta του Κάσσελ (1975). Το 1986 εκπροσώπησε, μαζί με το Χρίστο Καρά, την Ελλάδα στη Biennale της Βενετίας. Το Μουσείο Φρυσίρα παρουσίασε αφιέρωμα στα νεανικά του έργα (1950-59) το 2001. Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική του έργου του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μαζί με τους Βλάση Κανιάρη, Γιάννη Γαΐτη, Νίκο Κεσσανλή και Δημήτρη Κοντό, συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα Gruppo Sigma, στη Ρώμη στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Έργα του κοσμούν δημόσιους χώρους, όπως το προαύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ιόλα) και το Σταθμό Εθνικής Αμύνης του Μετρό της Αθήνας (Υπόγειο πάρκο).
Τάκις
Χρόνης Μπότσογλου
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε το 1941 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και την Ecole Superieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής ζωγραφικής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας. Εκτός από τη ζωγραφική, έχει ασχοληθεί με τη χαρακτική και τη γλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις των έργων του και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές στις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας. Επίσης, έργα του έχουν εκτεθεί στη Γαλλία, στη Βραζιλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Κύπρο, στην Ισπανία, στο Ισραήλ. Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές και πολιτικές ομάδες, ως συμπλήρωμα της καλλιτεχνικής δράσης. Παράλληλα, έχει γράψει κείμενα για την τέχνη σε περιοδικά και εφημερίδες, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε δύο βιβλία: "Ημερολόγια ταξίδια", εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1994, "Ψευτοδοκίμια", εκδόσεις Καστανιώτη, 2000 και "Το χρώμα της σπουδής" (εκδόσεις Πατάκη, 2005).. Επίσης, έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Σπουδή στο μαύρο" εκδόσεις Περίτεχνον, 1998. Από το 1968 έχει το σπίτι του στο Πετρί της Λέσβου, όπου και περνά όλα του τα καλοκαίρια.
Αλέξης Ακριθάκης
Ο Αλέξης Ακριθάκης (1939-1994) γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1955 αποβλήθηκε "δια παντός" από το σχολείο, ως ταραξίας, και την επόμενη χρονιά γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο Γιώργο Μακρή, που αναγνώρισε το ταλέντο του και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Έγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι, όπου έζησε μεταξύ 1957 και 1960 σαν μποέμ, γνωρίζοντας σημαντικά πρόσωπα της εποχής του. Έκανε τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μεταξύ 1965 και 1966. Το 1968 κερδίζει μια υποτροφία του γερμανικού κράτους (D.A.A.D.) και φεύγει για το Βερολίνο, όπου θα παραμείνει και μετά το τέλος των σπουδών του, το 1970, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και τη Γερμανία. Το 1984 επέστρεψε οριστικά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Τορίνο, Γενεύη) και συμμετείχε σε σημαντικές ομαδικές παρουσιάσεις στην Ευρώπη. Ασχολήθηκε, επίσης, με την εικονογράφηση βιβλίων, τη σκηνογραφία και το design. Πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Το 1997 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πικακοθήκη, και το 1998 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. (φωτογραφία: Νίκη Μαραγκού, 1968)
κ.ά.
Έκδοση: 2007 από "Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου"
Σελ.:207 (26χ21), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-7791-36-3
Θέμα: "Ζωγραφική - Συλλογές τέχνης " "Ζωγραφική, Ελληνική" "Τέχνη - Κατάλογοι"
[...] Η παρουσίαση μιας μόνιμης συλλογής που παρακολουθεί την ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης από τα μεταβυζαντινά χρόνια έως σήμερα, με έμφαση στη συμβολή των καλλιτεχνών της Επτανησιακής Σχολής, εκπληρώνει την ιδρυτική φιλοδοξία του παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στην Κέρκυρα: να προικίσει το νησί με τη μεγάλη πνευματική παράδοση μ' ένα μουσείο νεότερης ελληνικής τέχνης που θα χρησιμεύσει κυρίως ως παιδαγωγικό όργανο για τα σχολεία και το πανεπιστήμιο. Μια μόνιμη συλλογή δίνει την ευκαιρία και το χρόνο στους δασκάλους, στους καθηγητές και στους μουσειοπαιδαγωγούς να προετοιμάσουν πολλαπλές επισκέψεις και να μελετήσουν κάθε φορά διαφορετικές περιόδους, τεχνοτροπίες και καλλιτέχνες. [...]
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
(2009) Greeks in Auschwitz - Birkenau, Εκδόσεις Παπαζήση