*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 50,72 €
Θησαυροί της Εθνικής Πινακοθήκης
Μετάφραση: ·Δημήτρης Σαλταμπάσης
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Επιμέλεια: · Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. 1960-1964: Πτυχίο Αρχαιολογίας με άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. 1964-1968: Μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. 1968-1973: Μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη. Κρατικό διδακτορικό δίπλωμα (Doctorat d'Etat es Lettres) με άριστα από τη Σορβόννη (Παρίσι Ι). 1975: Εκλέγεται Τακτική Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1992 Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 1985: Βραβείο Καζαντζάκη. 1989: Α΄ Κρατικό Βραβείο Μελέτης Δοκιμίου για το βιβλίο "Περί ζωγραφικής. Αλμπέρτι και Λεονάρντο". Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και Τεχνών από την Ιταλική και Γαλλική Δημοκρατία και με το παράσημο του Αλφόνσου του Σοφού από την Ισπανική Κυβέρνηση. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα Ιστορίας της Τέχνης.
Νέλλη Μισιρλή
Ζωγραφική επιμέλεια: · Domenicos Theotokopoulos
Domenicos Theotokopoulos
Μεγάλος ζωγράφος του 16ου-17ου αιώνα, γεννημένος στην Κρήτη (1541-1614). Εκπαιδεύτηκε στην αγιογραφία στη γεννέτειρά του, που ανήκε, εκείνη την εποχή, στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, και στη συνέχεια μαθήτευσε στη ζωγραφική στη Βενετία, στη Ρώμη και στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ισπανικού μανιερισμού και μυστικισμού.
Νικηφόρος Λύτρας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης 1837 - Πειραιάς 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Μόνιμη πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου".
Ιωάννης Αλταμούρας
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας 1852 - Σπέτσες 1878), έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο πατέρας του, ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Ιωάννης ήταν επτά ετών, οπότε η μητέρα του, η σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε σπουδάσει στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα "Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών" της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871-1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873-1876 κοντά στον Carl Frederik Sorensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Όταν επέστρεε στην Ελλάδα άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στη "Σχολή του Μονάχου", η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.
Συμεών Σαββίδης
Ο Συμεών Σαββίδης (Τοκάτ ή Τοκάτη (αρχαία Ευδοκιάδα) Μικράς Ασίας 1859 - Αθήνα 1927) από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου", θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες έλληνες ζωγράφους τού 19ου αι. Στο έργο του εστιάζεται στην ανθρώπινη μορφή και τα ανατολίτικα ηθογραφικά θέματα. Πραγματοποίησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1878-1880). Με ιδιωτική υποτροφία, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου (1880-1887) με δασκάλους τον Γύζη, τον Ludwig von Lofftz και τον Wilhelm von Diez. Έμεινε στο Μόναχο για πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας ελάχιστα ταξίδια προς την πατρίδα του, την Μικρά Ασία, προκειμένου να συγκεντρώσει θεματικό υλικό για τα έργα του. Παρουσίασε πίνακές του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη. Το 1925 επέστρεψε φτωχός και άρρωστος στην Αθήνα, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Περικλής Πανταζής
Ο Περικλής Πανταζής (1849-1884), περισσότερο γνωστός εκτός Ελλάδος (κυρίως στο Βέλγιο) παρά στην ίδια του την πατρίδα, υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ζωγράφους που ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στο περιβάλλον του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, και μάλιστα την εποχή που αυτό το κίνημα βρισκόταν στο απόγειό του. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Για ένα χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά, απογοητευμένος από τον συντηρητισμό της Ακαδημίας, έφυγε για τη Μασσαλία και το Παρίσι. Στο Παρίσι μυθολογείται ότι μαθήτευσε κοντά στον Γκουστάβ Κουρμπέ και τον Αντουάν Σιντρέιγ, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ωστόσο, αυτή η φήμη αντανακλά το αληθές γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το έργο των συγχρόνων του Ευγένιου Μπουντέν, του Ολλανδού Γιόχαν Μπάρτχολντ Ζόνκιντ και των ιμπρεσιονιστών Μανέ, Ντεγκά και Πισαρό, και οπωσδήποτε το έργο των Κουρμπέ και Σιντρέιγ. Το 1873, πιθανότατα συστημένος από τον σπουδαίο Μανέ, ο Πανταζής εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Στη βελγική πρωτεύουσα παρέμεινε ύστερα από πρόσκληση του πλούσιου Έλληνα εμπόρου Ιωάννη Οικονόμου, ο οποίος στη συνέχεια παρήγγειλε πολλά έργα στον ζωγράφο. Στο Βέλγιο, ο Πανταζής έγινε μέλος ενός αντιακαδημαϊκού καλλιτεχνικού ομίλου και συνδέθηκε φιλικά με τον ζωγράφο Γκιγιώμ Φόγκελς και τον γλύπτη Ωγκύστ Φιλιπέτ. Το 1878 εκπροσώπησε με έργα του την Ελλάδα στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Δυστυχώς, αυτός ο άξιος και ανήσυχος καλλιτέχνης υπέφερε για πολλά χρόνια από φυματίωση και απεβίωσε πριν καλά καλά κλείσει τα 35 του χρόνια. Ο Περικλής Πανταζής πρόλαβε, ωστόσο, στη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο που συνδυάζει πειστικά τον ρωμαλέο ρεαλισμό του Κουρμπέ, τη χρωματική τόλμη του Μανέ και την ιμπρεσιονιστική ελευθερία στην απόδοση του φωτός.
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Κωνσταντίνος Μαλέας
Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ου αιώνα (1879-1928). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, και συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Παρίσι (1901-1908). Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, το οποίο απελευθέρωσε από την αναπαραστατική ηθογραφία της εποχής, αποδίδοντάς του μια πρωτογενή αισθαντικότητα, που μας είναι γνώριμη από τις μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του.
Μιχάλης Οικονόμου
Ο Μιχάλης Οικονόμου (Πειραιάς 1884 - Αθήνα 1933), έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το τοπίο. Ενώ ήταν ακόμα μαθητής στο Δραγάτσειο Σχολείο του Πειραιά, πήρε μαθήματα από το ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το 1906 πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε ναυπηγός. Τρία χρόνια αργότερα τον κέρδισε η ζωγραφική. Φοίτησε στην Ecole des beaux arts, ταξιδεύοντας ταυτόχρονα σε όλη τη Γαλλία (αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη) και γνωρίζοντας από κοντά όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Το 1926 επέστρεψε στην Ελλάδα για μια ατομική έκθεση στην αίθουσα Παρνασσός. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα γνωρίζει την Ευτυχία Αργυρίου την οποία και παντρεύεται αμέσως. Αυτός είναι και ο λόγος που επιστρέφει οριστικά από το Παρίσι. Το 1931 εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο όπου και πεθαίνει το Μάιο του 1933.
Γιώργος Μπουζιάνης
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα 1885 - Αθήνα 1959) ήταν έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τους Γ. Ροϊλό, Νικηφ. Λύτρα, Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907,συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Otto Seitz. Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και μαθήτευσε κοντά στον ιμπρεσιονιστή Max Liebermann. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής, κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929-1932. Με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να επιστρέψει το 1934 στην Ελλάδα. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας όταν το 1950 εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Guggenheim.
Δημήτριος Γαλάνης
Ο Δημήτριος Γαλάνης (Αθήνα 1879 - 1966) ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος, Θεωρείται ο θεμελιωτής της χαρακτικής στην Ελλάδα. Το 1897-1899 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και το 1899 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα. Το διάστημα 1900-1902 σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία , πήρε τη γαλλική υπηκοότητα ( αφού κατετάγη πρώτα το 1914 στην Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε στο Γαλλικό στρατό και τη διετία 1915-1917 στο συμμαχικό στρατό ) και αργότερα δίδαξε χαρακτική. Από το 1901-1912 είχε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως γελοιογράφος και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής εκείνης στη Γαλλία. To 1945 εξελέγη καθηγητής χαρακτικής στην Ecole des Beaux Arts και ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1949 ανακηρύχθηκε μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών.
Σπύρος Παπαλουκάς
Ο Σπύρος Παπαλουκάς (Δεσφίνα Φωκίδας 1892 - Αθήνα 1957) ήταν διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος, πρόδρομος της λεγόμενης "γενιάς του '30". Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Academie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών. Το 1921 συμμετείχε ως πολεμικός ζωγράφος στη μικραστιατική εκστρατεία, ενώ το 1923-24 βρέθηκε στο Άγιο Όρος, όπου μελέτησε από κοντά τη βυζαντινή τέχνη. Το 1956 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Στο έργο του πέτυχε μία αρμονική σύμπηξη της βυζαντινής ζωγραφικής και των κινημάτων του μοντερνισμού, χωρίς να χάσει το προσωπικό του γνήσια αυθεντικό, ύφος.
Σπύρος Βασιλείου
Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξείδι 1903 - Αθήνα 1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι το 1903 και ήλθε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία. Απογοητευμένος από τον άνυδρο τρόπο διδασκαλίας της εποχής, που έδινε έμφαση στην θεωρητική κατάρτιση, ο Βασιλείου και μια ομάδα συμφοιτητών του επαναστάτησαν και απαίτησαν μεταρρυθμίσεις. Η στάση τους ανάγκασε τη Σχολή να αλλάξει διευθυντή και μεθόδους διδασκαλίας, εισήγαγε το εργαστήριο και υιοθέτησε την διδασκαλία μοντέρνων μεθόδων και σχολών ζωγραφικής όπως ο ιμπρεσιονισμός. Ο Βασιλείου αποφοίτησε το 1923. Η καταξίωση του ήταν άμεση και στα επόμενα 60 χρόνια έγινε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες. Εκτός από τους καμβάδες του, παρήγαγε θρησκευτικές εικόνες, ξυλόγλυπτα, εικονογραφήσεις, αφίσες, σκηνικά για το θέατρο, κλπ. Οι εικόνες και τα σχέδια του έχουν αφομοιωθεί πλήρως στην σύγχρονη Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Ο Βασιλείου πίστευε ότι η σύγχρονη Ελληνική τέχνη πρέπει να ενσωματώσει τις επιρροές των διεθνών ρευμάτων χωρίς όμως να χάνει τον Ελληνικό χαρακτήρα της, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από χιλιετίες παράδοσης. Οι ιμπρεσιονιστικοί και μοντερνιστικοί πίνακες του δεν απέχουν ποτέ πολύ από την Βυζαντινή παράδοση εικονογραφίας, όπως την προσάρμοσε ο ίδιος στην σύγχρονη πραγματικότητα. Το χρονολόγιο της ζωής του, με μια ματιά: 1903. Γεννιέται στο Γαλαξείδι. 1921. Μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών. 1929. Κάνει την πρώτη του έκθεση στην αίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου. 1930. Του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. 1934. Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας. 1941. Παντρεύεται την Κική Κωνσταντακοπούλου. 1945. Πρώτη σκηνογραφία για το Εθνικό Θέατρο 1949. Εικονογραφεί το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού. 1950. Ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου το Ελληνικό Χορόδραμα 1960. Κερδίζει το βραβείο Γκουγκενχάιμ. 1961. Σκηνογραφεί την κινηματογραφικήυποψήφια για Όσκαρ "Ηλέκτρα" του Μιχάλη Κακογιάννη. 1969. Εκδίδει το αυτοβιογραφικό "Φώτα και σκιές". 1975. Μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη. 1982. Σκηνογραφεί το 146ο και τελευταίο έργο του. 1985. Πεθαίνει στο σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη. Σήμερα, η οικογένεια του έχει μετατρέψει το ατελιέ και το σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη, σε γκαλερί του έργου του και σε μουσείο.
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Νίκος Εγγονόπουλος
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Τα έργα του είναι: - "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", 1938 - "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939 - "Επτά ποιήματα", 1944 - "Μπολιβάρ", 1944 - "Η επιστροφή των πουλιών", 1946 - "Έλευσις", 1948 - "Ο Ατλαντικός" (ανάτυπο από το περιοδικό "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση"), 1954 - "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958) - "Ποιήματα", τ. Α', Ίκαρος, 1966 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν" και "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής") - "Ελληνικά σπίτια", 1972 - "Ποιήματα", τ. Β', Ίκαρος, 1977 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μπολιβάρ", "Η επιστροφή των πουλιών", "Έλευσις", "Ο Ατλαντικός", "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω") - "Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες", 1978 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979) - "Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών", Ύψιλον, 1980, Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία: - "Πεζά κείμενα" (συγκεντρωτική έκδοση), Ίκαρος, 1987 - "... και σ' αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967" (επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 1993 - "Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλού ελληνικά... (συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, σε επιμ. Γιώργου Κεντρωτή)", Ύψιλον, 1999 - "Το μέτρον, ο άνθρωπος: πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες", Ύψιλον, 2005 - "Ωραίος σαν Έλληνας: ποιήματα/The Beauty of a Greek: Poems" (δίγλωσση έκδοση, σε ανθολόγηση, μετάφραση & επιμ. David Connolly), Ύψιλον, 2007 Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών. Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος. Στη ζωγραφική, δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, άνθρωποι στους οποίους ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό. Ο ίδιος έλεγε: "Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό".
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Γιάννης Σπυρόπουλος
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος (Πύλος 1912 - Αθήνα 1990) έλληνας ζωγράφος, είναι εκφραστής του ρεύματος της Αφαίρεσης με τα έργα που φιλοτέχνησε μετά τη δεκαετία του '50. "Ο Γιάννης Σπυρόπουλος υπήρξε ένας μοναχικός καλλιτέχνης. Με την έννοια ότι δια των επί μία πεντηκονταετία εικαστικών του αναζητήσεων διαμόρφωσε στην Ελλάδα ένα προσωπικό σύμπαν αφαιρετικής τέχνης που ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να δημιουργήσει άμεσους μιμητές στη χώρα. Αδύνατον, διότι ο ίδιος με το έργο του εγκαθίδρυσε εν Ελλάδι τα αγεωγράφητα όρια της αφαιρετικότητας ή, πιο σωστά: τα όρια της όποιας μετάβασης από το αληθοφανές στο αφαιρετικό. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1930-1936), με δασκάλους τους: Αργυρό Βικάτο και Θωμόπουλο. Συνέχισε σπουδές στο Παρίσι (στην Ecole de Beaux-Arts και σε ελεύθερα εργαστήρια). Το 1939 επιστρέφει στην Ελλάδα. Η αφετηρία του υπήρξε νατουραλιστική. Στα πορτρέτα, τις νεκρές φύσεις και τα τοπία που φιλοτέχνησε στη δεκαετία μετά τις σπουδές του (περίοδος της "γκρίζας πινελιάς", περίοδος της "κάθετης πινελιάς", κ.λπ.), η αφομοιωμένη επίδραση του Σεζάν είναι εμφανής. Γύρω στα 1950 και μέχρι το 1955 επιμένει στο ελληνικό τοπίο, το οποίο, όμως ως προς την αληθοφανή του αναπαράσταση, "διαβάζει" με μια συνειδητώς "απλουστευτική" ματιά. Από εδώ και μετά ο Σπυρόπουλος εξελίσσεται προς την αφαίρεση. Καταργεί τη συμβατική προοπτική, ελαχιστοποιεί τον ορίζοντα, "βλέπει" τα πράγματα από απόσταση που δικαιολογεί την κάποια αφαιρετικότητα στην απόδοση των θεμάτων. Προς το τέλος της δεκαετίας του πενήντα, ο καλλιτέχνης βαθμιαία αδιαφορεί για τις σαφείς αναφορές στο πραγματικό και αντιθέτως, προσδίδει όλο και μεγαλύτερη αυτονομία στις χρωματικές του επιφάνειες. Στο στάδιο αυτό, η χειρονομία της πινελιάς του αποκτά εμφανή ένταση και γίνεται καθοριστικό πλαστικό στοιχείο του πίνακα. Το 1960 βραβεύεται στην Μπιενάλε της Βενετίας, γεγονός που τον καταξιώνει διεθνώς και του επιτρέπει να ερευνήσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις προοπτικές της ανεικονικής αναπαράστασης. Από την εποχή αυτή και μετά, ο Σπυρόπουλος με πραγματικό πάθος δημιουργεί τη ζωγραφική με την οποία κατοχυρώνεται δια παντός στη συνείδηση της εικαστικής κοινότητας ως ο κατεξοχήν αφαιρετικός Έλληνας ζωγράφος. Δημιουργεί έργα που διαβάζονται όχι ως άμεσες αναπαραστάσεις του πραγματικού, αλλά ως αναπαραστάσεις της εικαστικής δημιουργίας, ως μνήμες ή συνειδήσεις μιας ιδέας, μιας ενόρασης, μιας ανάφλεξης του νου... " (Άρης Μαραγκόπουλος)
Παναγιώτης Τέτσης
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 και το 1940 παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά γνωρίζει τους "πραγματικούς του δασκάλους", τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα. Το 1943 σπουδάζει ζωγραφική στο προπαρασκευαστικό τμήμα της "Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών" στην Αθήνα, κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο. Ακολουθεί εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής, κοντά στον Κ. Παρθένη, απ' όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956, ο Π. Τέτσης εγκαθίσταται στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού διδάσκεται την τέχνη της χαλκογραφίας. Από το 1958 έως το 1976 διδάσκει στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστή αργότερα ως "Σχολή Βακαλό"), ενώ παράλληλα (έως το 1962) διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη "Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου". Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Τέχνης τον εκλέγει μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων, για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκουνγκενχάιμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Ακολουθεί (1962) το Βραβείο Κριτικών για το έργο "Το Ναυπηγείο", ενώ το 1970 ορίζεται εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνείται τη συμμετοχή. Το 1976 ο Π. Τέτσης εκλέγεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, όπου διδάσκει έως το 1991. Το 1989 η σύγκλητος τον εκλέγει πρύτανη του Ιδρύματος και το 1993 εκλέγεται ακαδημαϊκός. Έχει λάβει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Έχει παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές - ομαδικές εκθέσεις.
Βλάσης Κανιάρης
Ο Βλάσης Κανιάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Από το 1946 και για πέντε περίπου χρόνια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η φοίτησή του στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών (1950-1955) σήμανε και την ουσιαστική αφοσίωσή του στην τέχνη. Μαθήτευσε κοντά στον Ουμ. Αργυρό, Γ. Παππά, Π. Σαραφιανό και Γ. Μόραλη. Παράλληλα εργάστηκε αναλαμβάνοντας σκηνογραφικές εργασίες, μόνος του ή μαζί με τον Γ. Τσαρούχη. Με την αποφοίτησή του από τη Σχολή εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Ήρθε σε επαφή με ρεύματα και καλλιτέχνες που βρίσκονταν στο ευρωπαϊκό προσκήνιο και, ξεπερνώντας τα στενά ελληνικά όρια, έγινε σύντομα γνωστός ως καλλιτέχνης της πρωτοπορίας. Στα τέλη του 1960 επέλεξε ως τόπο κατοικίας του το Παρίσι, όπου παρέμεινε μέχρι το 1976. Μεσολάβησε ένα μικρό διάστημα παραμονής του στην Ελλάδα (1967-1969), από όπου, όμως, αναγκάσθηκε να φύγει σύντομα λόγω του καθεστώτος της εποχής, για να επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι. Ως υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (D.A.A.D., 1973-1975) έζησε και εργάσθηκε στο Δ. Βερολίνο για την ολοκλήρωση της σειράς Μετανάστες. Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και από τον επόμενο χρόνο εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα. Καλλιτέχνης με διεθνή σταδιοδρομία, ο Κανιάρης, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Γκαλερί Ζυγός στην Αθήνα το 1958, για να ακολουθήσουν και άλλες (περισσότερες από είκοσι) στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρώμη, Μιλάνο, Βενετία, Βρυξέλλες, Μαδρίτη, Χαϊδελβέργη, Ίνγκολσταντ, Λονδίνο, Ανόβερο κ.λπ). Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα μεγάλα περιβάλλοντα που εξέθεσε σε πολλά μουσεία της Δ. Γερμανίας την περίοδο 1972-1975, καθώς και το περιβάλλον στον Τεχνοχώρο Bernier (Αθήνα 1980). Συμμετείχε επανειλημμένα και με επιτυχία σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι: "16ο Salon des realites nouvelles" (Παρίσι, 1961), "IV Βiennale του Σαν Μαρίνο" (1963), "Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική" (Βενετία, 1964), "Biennale του Sao Paulo" (1965), "6η Documenta του Κάσελ" (1977), "Ευρωπάλια 1982" στις Βρυξέλλες και "Biennale της Βενετίας" το 1988.
Νίκος Κεσσανλής
Ο Νίκος Κεσσανλής (Θεσσαλονίκη 1930 - Αθήνα 2004), ασυμβίβαστος και επαναστάτης μέχρι το τέλος, μέτοχος των εξελίξεων στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1950, ανανέωσε τον ελληνικό εικαστικό λόγο. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών παρουσίας του στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, ο Κεσσανλής έχει στο ενεργητικό του περισσότερες από 30 ατομικές εκθέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα και πολυάριθμες συμμετοχές σε σημαντικές διεθνείς εκδηλώσεις. Το 1959 του απονεμήθηκε το βραβείο Modigliani, ενώ το 1961 βραβεύτηκε με τιμητικό έπαινο στη Biennale του Sao Paulo και με τον σημαντικό ευρωπαϊκό τίτλο Premio Lissone. Το πρώτο βραβείο απέσπασε επίσης το 1997 στη Γαλλία από το Conseil regional, στο Salon de Montrouge, ενώ υπήρξε και ένας από τους θεμελιωτές της μηχανικής τέχνης Mec-art, ενώ κατάφερε να λύσει το κτιριακό πρόβλημα της Σχολής Καλών Τεχνών, κατά τη θητεία του ως πρύτανης.
Δημήτρης Μυταράς
Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε το 1934 στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και σκηνογραφία στην Ecole des Arts Decoratifs του Παρισιού. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έντονο κινησιακό σχέδιο και χρωματική διαύγεια. Σε όλες τις περιόδους της ζωγραφικής του τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μια διάχυτη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα με φανερή κοινωνική κριτική διάθεση. Οι πλαστικές του αξίες έχουν κλασική δομή και η επαφή με την ελληνική παράδοση είναι φανερή. Οι σημαντικές περίοδοι της ζωγραφικής του είναι: "Καθρέφτες" (1960-1964) "Δικτατορία" (1966-1970) "Επιτύμβια" (1971-1976) "Πορτραίτα" (1977-1987) "Σκηνές θεάτρου" (1988-1991). Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, ο Δημήτρης Μυταράς έχει εκθέσει σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου και έχει πάρει μέρος σε όλες σχεδόν τις σημαντικές Μπιεννάλε.
Αλέκος Φασιανός
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. (1956-1960, εργαστήριο Γ. Μόραλη). Αγάπησε και μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο κ.ά. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Salon comparaisons (Παρίσι 1970), Biennale του Sao Paulo (1971) και Βενετίας (1972), Graphics Biennale του Baden-Baden (1985) κ.ά. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών ("Αμερική" του Κάφκα, 1975, "Ελένη" του Ευριπίδη, 1976, "Όρνιθες" του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Ξεχωρίζουν τα ονόματα των Ο. Ελύτη, L. Aragon, G. Apollinaire, Κ. Ταχτσή, Κ. Καβάφη, Α. Εμπειρίκου, Γ. Ρίτσου, Β. Βασιλικού κ.ά. Έργα του κοσμούν επίσης ειδικές εκδόσεις τέχνης, όπως λευκώματα με θέμα αρχιτεκτονικά τοπία, όψεις πόλεων κ.λπ. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερα φιλμς για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.
Παύλος Διονυσόπουλος
Ο Παύλος Διονυσόπουλος γεννήθηκε το 1930 στα Φιλιατρά, στη Νότια Πελοπόννησο. Στα δεκαεπτά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δύο χρόνια αργότερα μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Όταν τελείωσε χάρη σε μια υποτροφία, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται λίγο αργότερα, αφού στο μεταξύ εργάστηκε για το θέατρο και τη διαφήμιση. Στο Παρίσι, ήρθε σε επαφή με μια ομάδα καλλιτεχνών -τους νεορρεαλιστές- και συνδέθηκε φιλικά μαζί τους. Άρχισε να χρησιμοποιεί το ψαλίδι και κόβει περιοδικά σε λωρίδες, ώσπου μια μέρα, στο μετρό του Παρισιού, ανακάλυψε τις αφίσες. Αυτές αποτέλεσαν κύριο υλικό για την καλλιτεχνική του έκφραση, αφού τις χρησιμοποίησε κόβοντάς της σε ψιλές λωρίδες και σε μεγάλες ποσότητες. Αυτό το ευτελές υλικό, το χαρτί, έμελλε να γίνει στα χέρια του Παύλου μαγικό ραβδί και να μεταμορφώνει αντικείμενα, δέντρα, πράγματα της καθημερινής ζωής. Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις και καλές κριτικές που τοποθετούσαν τον Παύλο ανάμεσα σε σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής. Μετά το 1970 ακολούθησε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Ανόβερο και αργότερα η έκθεση "Νεκρής Φύσεως" στην γκαλερί του συλλέκτη Αλέξανδρου Ιόλα. Το 1973 ο Παύλος οργάνωσε ένα μεγάλο χάπενινγκ με αφορμή την πρόσκλησή του από ένα μουσείο. Χρησιμοποίησε χαρτοπόλεμο ως σύμβολο γιορτής. Θέλοντας να ξαφνιάσει το κοινό, ζήτησε να του φτιάξουν μια κολλά που δεν στεγνώνει γρήγορα και έχει μαγνητικές ιδιότητες, έτσι ώστε να σχεδιάσει στους τοίχους σκηνές αόρατες, οι οποίες θα αποκαλύπτονταν όταν το κοινό θα έριχνε στον τοίχο χαρτοπόλεμο. Ένα τέτοιο χάπενινγκ έγινε και στην Αθήνα το 2000, όταν ο Παύλος έφτιαξε το έργο του "Ανώνυμο" για το σταθμό του μετρό στην Ομόνοια. Το 1980 ο Παύλος συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1992 η πόλη του Παρισιού οργάνωσε μια μικρή αναδρομική έκθεση του Παύλου στο παρεκκλήσι της Σορβόννης με τίτλο "30 χρόνια χαρτιού". Το 1988 το έργο του "Νεκρή Φύση" κοσμούσε το εξώφυλλο ενός σημαντικού καλλιτεχνικού περιοδικού, ενώ δε σταμάτησε έκτοτε τη δημιουργική του πορεία ως σήμερα, που κατέχει μια σπουδαία θέση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της γενιάς του, και αυτό γιατί κατάφερε να φτιάξει ένα συνολικό έργο γεμάτο αυθορμητισμό, μαστοριά και χιούμορ. Ζει και εργάζεται στη Γαλλία, ωστόσο επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα.
Κώστας Τσόκλης
Ο Κώστας Τσόκλης είναι Έλληνας εικαστικός καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών έως το 1954. Από το 1957 έως το 1960 συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. Από το 1960 έως το 1984 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, με μια μικρή διακοπή το 1971-72 όπου έμεινε στο Βερολίνο καλεσμένος από τη D.A.A.D. Το 1984 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το έργο του απέκτησε διεθνή απήχηση από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν άρχισε να εκθέτει τα προοπτικά "Αντικείμενα". Από τότε συνέχισε να πειραματίζεται συστηματικά με διάφορα μέσα έκφρασης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, το σχέδιο, τη φωτογραφία, τις κατασκευές, το βίντεο, την performance, το φως και τον ήχο, αναζητώντας νέους τρόπους προσέγγισης των αντικειμένων, της φύσης, των μύθων αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων. Σταθμό σε αυτόν τον αδιάκοπο προβληματισμό αποτέλεσε η συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1986, όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα με μια σειρά έργων όπως το "Καμακωμένο ψάρι" και τα "Πορτρέτα", ζωγραφικούς πίνακες πάνω στους οποίους προβαλλόταν η βιντεογραφημένη εικόνα. Αυτά αποτέλεσαν την πρόταση για μια "ζωντανή ζωγραφική" (living painting), την οποία εξέλιξε το 1990 με την εισαγωγή του συγκεκριμένου χρόνου θέασης στο εικαστικό έργο τέχνης, για το σύνθετο πολυθέαμα "Μήδεια", που παρουσιάστηκε στο Cadran Solaire στην πόλη Troyes (Γαλλία). Ο Κώστας Τσόκλης έχει πραγματοποιήσει πάνω από εκατό ατομικές εκθέσεις σε Μουσεία και γκαλερί όλου του κόσμου, στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες (1971), στην Kunsthalle του Ντίσελντορφ (1972), στην Πινακοθήκη Πιερίδη στην Αθήνα (1983), στο Μουσείο Luigi Pecci στο Πράτο της Ιταλίας (2000), στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας (2000-2001), στο Palazzo Strozzi της Φλωρεντίας (2003) κ.ά. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις και συμμετείχε σε σημαντικές ομαδικές διεθνείς διοργανώσεις, όπως η Μπιενάλε του Παρισιού (1963 και 1965), του Sao Paulo (1965) και η Documenta του Κάσσελ (1975). Το 1986 εκπροσώπησε, μαζί με το Χρίστο Καρά, την Ελλάδα στη Biennale της Βενετίας. Το Μουσείο Φρυσίρα παρουσίασε αφιέρωμα στα νεανικά του έργα (1950-59) το 2001. Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική του έργου του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μαζί με τους Βλάση Κανιάρη, Γιάννη Γαΐτη, Νίκο Κεσσανλή και Δημήτρη Κοντό, συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα Gruppo Sigma, στη Ρώμη στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Έργα του κοσμούν δημόσιους χώρους, όπως το προαύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ιόλα) και το Σταθμό Εθνικής Αμύνης του Μετρό της Αθήνας (Υπόγειο πάρκο).
Cecco del Caravaggio
Ψευδώνυμο Ιταλού ζωγράφου των αρχών του 17ου αιώνα, της εποχής περ. 1610-1620, ενός από τους πρωιμότερους συνεχιστές του έργου του Michelangelo da Caravaggio (1571-1610). Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι πίσω από το ψευδώνυμο κρύβεται ο Λομβαρδός ζωγράφος Francesco Boneri ή Buoneri. Γνωστότερο έργο του Cecco del Caravaggio είναι "Ο φλαουτίστας", που φυλάσσεται στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης.
Luca Giordano
Eugène Delacroix
κ.ά.
Έκδοση: Δεκέμβριος 2006 από "Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου"
Σελ.:219 (30χ29), Πανόδετο, ISBN: 960-7791-30-4
Θέμα: "Ζωγραφική " "Ζωγραφική - Συλλογές τέχνης "
Η Εθνική Πινακοθήκη γιόρτασε το 2000 την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων της. Μέσα σ' αυτό τον αιώνα ιστορίας το σημαντικότερο μουσείο νεοελληνικής τέχνης κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερα από 15.000 έργα που καλύπτουν κάθε μορφή τέχνης. Την πλούσια αυτή συγκομιδή την οφείλουμε στην φιλοπατρία των Ελλήνων της δωρητών και στην οξυδερκή πολιτική αγορών των εκάστοτε διευθυντών.
Σε μια χώρα που κατακλύζεται από αρχαιολογικά μουσεία αρχαίας και βυζαντινής τέχνης με αμύθητους θησαυρούς, ένα μουσείο που εκπροσωπεί τη νεότερη ελληνική δημιουργία αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Οι ιστορικές συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης έχουν ως αφετηρία τα μεταβυζαντινά χρόνια και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (El Greco), που κατάγεται από την Κρητική Σχολή, καλύπτουν την επτανησιακή ζωγραφική, και αποκτούν εύρος, κύρος και πληρότητα με τα έργα που αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους έως και σήμερα. [...]
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης