Sade, Louis Aldonze Donatien, Comte de
Ο Donatien-Alfonse-Francois De Sade γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Ιουνίου 1740. Γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας της Προβηγκίας (γιος της Marie-Eleonore De Maille De Carman και του Jean-Baptiste-Joseph Francois De Sade, Λόρδου του Saumane και της La Coste), εισάγεται στα δέκα του στο κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου των Ιησουϊτών. Μαθητεύει από τα δεκατέσσερα σ' ανώτατη στρατιωτική σχολή και συμμετέχει, ένα χρόνο αργότερα, στον Επταετή Πόλεμο της Γαλλίας εναντίον της Πρωσίας. Τον Μάη του 1763 παντρεύεται τη Ρενέ-Πελαζί Ντε Μοντρέιγ. Θα αποκτήσει δυο γιους. Τη χρονιά του γάμου του φυλακίζεται στη Βενσέν με βασιλική διαταγή, με τη κατηγορία έκλυτων ηθών, για όργια σ' ένα πορνείο. Φυλάκιση που θα εγκαινιάσει μια μακρά σειρά εγκλεισμών σε φυλακές ή άσυλα για φρενοβλαβείς, η οποία θα διαρκέσει 30 από τα 74 χρόνια του βίου του. Αποφυλακίζεται ένα μήνα αργότερα μα τίθεται σε περιορισμό. Το 1767 γεννιέται ο πρώτος του γιος. Το 1771 καταδικάζεται για πρώτη φορά σε θάνατο στη Μασαλία, με τη κατηγορία της δολοφονίας με δηλητήριο. Συλλαμβάνεται, εκτελείται συμβολικά και δραπετεύει. Φυλακίζεται ξανά για 5 χρόνια στο κάστρο της Βενσέν. Δραπετεύει. Το 1776 επιστρέφει στη Λα Κοστ. Την επόμενη χρονιά ο Τριγιέ, πατέρας μιας καμαριέρας στη Λα Κοστ, ονόματι Ζυστίν, επιχειρεί να πάρει την κόρη του πίσω και πυροβολεί τον Σαντ. Αρχίζουν ανακρίσεις. Έτσι οι τρεις τους, κύριος και κυρία Σαντ μαζί με τη Ζυστίν, φτάνουν στο Παρίσι και η κυρία Σαντ ειδοποιεί τη μητέρα της. Έτσι ο Σαντ συλλαμβάνεται ξανά και κλείνεται στη Βενσέν. Η κυρία Σαντ κι η μητέρα της ζητούν ακύρωση της καταδίκης του 1772. Την επόμενη χρονιά τη ζητά κι ο ίδιος στο Εφετείο της Προβηγκίας. Τον Ιούλιο του 1778, το Εφετείο τον θεωρεί απλώς ένοχο οργίων κι υπερβολικής ελευθεριότητας, τον απαλλάσσει από τη κατηγορία της φαρμακίας και της σοδομίας και του επιβάλλει πειθαρχημένη διαβίωση κι απαγόρευση εισόδου στη Μασσαλία, για 3 χρόνια. Επιστρέφει στη Βενσέν αλλά παρά την αθώωσή του φυλακίζεται ξανά με βάση το lettre de cachet της 13/2/1777. Δραπετεύει ξανά και γυρίζει στη Λα Κοστ, αλλά μετά από δύο μήνες συλλαμβάνεται πάλι και φυλακίζεται στη Βενσέν. Αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων. Τελειώνει τον "Διάλογο μεταξύ ενός ιερέα κι ενός κρατουμένου", τον Ιούλιο του 1782. Το 1874 μεταφέρεται στη φυλακή της Βαστίλης. Εκεί λίγα χρόνια πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, αρχίζει τη συγγραφή των "120 μερών στα Σόδομα" (1785) -όπως το ξέρουμε σήμερα-, πάνω σ' ένα ρολό χαρτί μήκους 12 μέτρων. Πρώτη γραφή των "Ατυχιών της αρετής". Το 1788 αρχίζει και τελειώνει μέσα σε 6 μέρες, την "Ευγενία ντε Φρανβάλ". Στη Βαστίλη, απ' όπου θα μεταφερθεί στο άσυλο του Σαρεντόν δέκα ημέρες πριν τη πτώση της, θα εγκαταλείψει την πλούσια βιβλιοθήκη του, 600 τόμων και τα χειρόγραφά του. Στις 14 Ιουλίου 1789 εισβολή στη Βαστίλη της Επανάστασης και λεηλασία όλων των υπαρχόντων του, επίπλων, βιβλίων, χειρογράφων, που η κυρία Σαντ δεν είχε προλάβει να πάρει.
Απελευθερώνεται με διάταγμα της Συντακτικής Συνέλευσης, βάσει του οποίου κανείς δε κρατείται δίχως δικαστικές αποφάσεις, το 1790. Η κυρία Σαντ έχει καταφύγει στη Μονή Σαιν Ορ κι αρνείται να δει τον σύζυγό της, υποβάλλει μάλιστα αίτηση διαζυγίου και το κερδίζει. Ο Σαντ αποκτά ταυτότητα "ενεργού πολίτη" του τομέα της Πλας Βαντόμ. Το Ιταλικό Θέατρο δέχεται ν' ανεβάσει το μονόπρακτό του "Le Suborneur". Η Κομεντί Φρανσέζ δέχεται ομόφωνα το πεντάπρακτο έργο του "Μισάνθρωπος από έρωτα" ή "Σολί & Ντεφράνκ". Δημοσιεύει, ανωνύμως, το 1791 τη "Ζυστίν ή οι ατυχίες της αρετής". Στο Θέατρο Μολιέρου ανεβαίνει το έργο "Οξτιέρν" ή "Οι συνέπειες της ελευθεριότητας". Μια δεύτερη παράσταση στις 4 Νοέμβρη 1791 προκαλεί επεισόδια κι αναστέλλει τις παραστάσεις του. Στα τέλη του 1793 εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για μια επιστολή που 'χε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου 16ου. Φυλακίζεται στη Μαντελονέτ. Μεταφέρεται στη φυλακή των Καρμηλιτισσών κι από κει στο Σαιν Λαζάρ. Καταδικάζεται για δεύτερη φορά σε θάνατο, αυτή τη φορά από την Επανάσταση, γλιτώνει παρά τρίχα τη γκιλοτίνα, κι ελευθερώνεται το 1794. Επιβιώνοντας μόνο με τα εισοδήματα που του αποφέρει η συγγραφή, δημοσιεύει το 1795 τα έργα του: "Φιλοσοφία του μπουντουάρ", "Αλίν & Βαλκούρ", η νέα "Ζυστίν ή ατυχίες της αρετής" ακολουθούμενη από την "Ιστορία της Ζυλιέτ, της αδελφής της, ή η προκοπή της διαφθοράς". Η απαρίθμηση και περιγραφή στα έργα αυτά κάθε μορφής ερωτικής συμπεριφοράς, που συλλαμβάνει ως δίκαιη επανάσταση του ατόμου απέναντι στη κοινωνία και στον Θεό, καταδικάζεται για άλλη μια φορά από τον τύπο και τις αρχές. Πουλά τη Λα Κοστ το 1796. Το 1799 ξαναπαίζεται ο "Οξτιέρν" κι ο ίδιος κρατά ένα μικρό ρόλο. Ο κριτικός Βιλτέρκ επιτίθεται βίαια εναντία στο "Εγκλήματα από έρωτα" που μόλις έχουν εκδοθεί το 1800 και στο ίδιο άρθρο τού αποδίδεται η πατρότητα της "Ζυστίν". Η αστυνομία κατάσχει το έργο του στο τυπογραφείο το 1801. Συλλαμβάνει μαζί και τον Μασέ, τον εκδότη του, που αποκαλύπτει που είναι αποθηκευμένη η "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αρνείται τη πατρότητα της "Ζυστίν". Ο Διοικητής Αστυνομίας κι ο Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζουν πως μια δίκη θα προκαλούσε μέγα σκάνδαλο που δεν θα το απάλυνε μια παραδειγματική τιμωρία. Έτσι χωρίς δίκη, συμφωνούν τον εγκλεισμό του στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας σαν διοικητική ποινή. Δύο χρόνια μετά μεταφέρεται στη Μπισέτρ. Από κει, με σύμφωνη γνώμη και της οικογένειάς του, οδηγείται και πάλι στο Άσυλο Φρενοβλαβών του Σαρεντόν. Ο Διευθυντής Ντιμπουά τον χαρακτηρίζει αδιόρθωτο που ζει μια κατάσταση σταθερής φιλήδονης διαταραχής και συνιστά τη συνέχιση της κράτησής του, το 1804. Το 1806 συντάσσει τη διαθήκη του. Την επόμενη χρονιά τελειώνει το 10τομο έργο: "Τα ταξίδια της Φλορμπέλ" που κατάσχει αμέσως η αστυνομία και το καίνε μετά τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του. Το 1811 το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Μέγα Ναπολέοντα, αποφασίζει τη συνέχιση της κράτησής του κι απαγορεύει τις θεραπευτικές θεατρικές παραστάσεις στο Άσυλο, όπου ο Σαντ κρατούσε τον κύριο ρόλο. Το 1813 τελειώνει το "H κρυφή ιστορία της Ισαβέλλας της Βαυαρίας" κι εκδίδεται ανώνυμα το μυθιστόρημα "La Marquise De Ganges". Εκεί, στο Άσυλο Σαρεντόν, σε πλήρη πνευματική ενάργεια, θα πεθάνει στις 2 Δεκεμβρίου του 1814.