*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 50,72 €
Άρωμα γυναίκας στην ελληνική ζωγραφική
Θησαυροί της Εθνικής Πινακοθήκης ΙΙΙ
Μετάφραση: ·Δημήτρης Σαλταμπάσης
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Philip Rump
Φωτογραφία: ·Σταύρος Ψηρούκης
Σταύρος Ψηρούκης
Θάλεια Κυμπάρη
Επιμέλεια: · Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. 1960-1964: Πτυχίο Αρχαιολογίας με άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. 1964-1968: Μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. 1968-1973: Μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη. Κρατικό διδακτορικό δίπλωμα (Doctorat d'Etat es Lettres) με άριστα από τη Σορβόννη (Παρίσι Ι). 1975: Εκλέγεται Τακτική Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1992 Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 1985: Βραβείο Καζαντζάκη. 1989: Α΄ Κρατικό Βραβείο Μελέτης Δοκιμίου για το βιβλίο "Περί ζωγραφικής. Αλμπέρτι και Λεονάρντο". Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και Τεχνών από την Ιταλική και Γαλλική Δημοκρατία και με το παράσημο του Αλφόνσου του Σοφού από την Ισπανική Κυβέρνηση. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα Ιστορίας της Τέχνης.
Ζωγραφική επιμέλεια: ·Περικλής Χέλμης
Περικλής Χέλμης
Κωνσταντίνος Ιατράς
Διονύσιος Τσόκος
Π. Γ. Μωραΐτης
θεόδωρος Βρυζάκης
Χαράλαμπος Παχής
Γεράσιμος Πιτζαμάνος
Δημήτριος Δομβριάδης
Νικηφόρος Λύτρας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Απόστολος Γεραλής
Δημήτρης Δάβης
Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ)
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (Βαρειά Μυτιλήνης 1871 - Μυτιλήνη 1934), ως αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα (20ου). Γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην γραφική περιοχή της Βαρειάς, τόπο που αγάπησε με βάθος και συναίσθημα που το μετέδωσε απλόχερα στο ζωγραφικό του έργο. Περιηγήθηκε, ανήσυχος και ονειροπαρμένος όπως ήταν, απ’ την Σμύρνη ως το Πήλιο και την Λάρισα, όπου δημιουργεί τις δυο πρώτες περιόδους της ζωγραφικής του. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου (1912) επιστρέφει στην Μυτιλήνη για να ολοκληρώσει την τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωγραφικής του. Εκεί τον συναντά ο καταξιωμένος τεχνοκρίτης και εκδότης Τeriade, στον οποίο κυρίως οφείλεται η αναγνώριση της αξίας του ζωγραφικού του έργου και η προβολή του στο διεθνή χώρο.
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Κωνσταντίνος Πανώριος
Θεόδωρος Ράλλης
Έλληνας ζωγράφος (Κωνσταντινούπολη, 1852 - ; 1909). Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Χίου. Αφού εργάστηκε για λίγο στον εμπορικό οίκο Ράλλη - Μαυρογιάννη ("Ralli Brothers") του Λονδίνου, το 1873 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον ακαδημαϊκό δάσκαλο και οριενταλιστή καλλιτέχνη Ζαν Λεόν Ζερόμ, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1875 και ως το τέλος της ζωής του συμμετείχε ανελλιπώς στα επίσημα γαλλικά Salon, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις στο Παρίσι (1878, 1889-Αργυρό Μετάλλιο) και σε άλλες εκθέσεις στη Γαλλία και αλλού. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με Αργυρό Μετάλλιο στα "Ολύμπια" το 1888 και στη "Διεθνή Έκθεση Αθηνών" το 1903. Το 1885, χρονιά που τιμήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος στην Ελλάδα, απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Διατηρούσε εργαστήριο και στο Κάιρο, όπου περνούσε τους χειμερινούς μήνες από το 1880 έως το 1904 και όπου ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα (διοργάνωση ετήσιων εκθέσεων, κ.ά.). Το 1910 η Εθνική Πινακοθήκη απεδέχθη το Κληροδότημα Ράλλη, έναν χρόνο αργότερα απενεμήθη το Βραβείον Θεόδωρου Ράλλη στο Παρίσι, ενώ προς τιμήν του οργανώθηκε το 1912 στην Ελλάδα ο πρώτος "Ράλλειος διαγωνισμός".
Επαμεινώνδας Θωμόπουλος
Συμεών Σαββίδης
Ο Συμεών Σαββίδης (Τοκάτ ή Τοκάτη (αρχαία Ευδοκιάδα) Μικράς Ασίας 1859 - Αθήνα 1927) από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου", θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες έλληνες ζωγράφους τού 19ου αι. Στο έργο του εστιάζεται στην ανθρώπινη μορφή και τα ανατολίτικα ηθογραφικά θέματα. Πραγματοποίησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1878-1880). Με ιδιωτική υποτροφία, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου (1880-1887) με δασκάλους τον Γύζη, τον Ludwig von Lofftz και τον Wilhelm von Diez. Έμεινε στο Μόναχο για πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας ελάχιστα ταξίδια προς την πατρίδα του, την Μικρά Ασία, προκειμένου να συγκεντρώσει θεματικό υλικό για τα έργα του. Παρουσίασε πίνακές του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη. Το 1925 επέστρεψε φτωχός και άρρωστος στην Αθήνα, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Ουμβέρτος Αργυρός
Αργυρός Ουμβέρτος (Καβάλα 1884-Αθήνα 1963) Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1900-1904) με δασκάλους τους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ροϊλό και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου. Το 1929 εκλέχθηκε Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε ως το 1953. Το 1959 έγινε ακαδημαϊκός. Η θεματολογία του περιλαμβάνει προσωπογραφίες, τοπία, εσωτερικά, ηθογραφικά και πολεμικά θέματα από τον πόλεμο του 1940. Ανήκει στους τελευταίους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου. Η ζωγραφική του διακρίνεται για ένα νατουραλιστικό ύφος που αργότερα μεταβάλεται σε μια ιμπρεσιονιστικής υφής ζωγραφική εκτέλεση.
Μάρκος Ζαβιτσιάνος
Τρύφων Καζάκος
Δημήτριος Γερανιώτης
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης
Εμμανουήλ Ζαΐρης
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Δημήτριος Γαλάνης
Ο Δημήτριος Γαλάνης (Αθήνα 1879 - 1966) ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος, Θεωρείται ο θεμελιωτής της χαρακτικής στην Ελλάδα. Το 1897-1899 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και το 1899 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα. Το διάστημα 1900-1902 σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία , πήρε τη γαλλική υπηκοότητα ( αφού κατετάγη πρώτα το 1914 στην Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε στο Γαλλικό στρατό και τη διετία 1915-1917 στο συμμαχικό στρατό ) και αργότερα δίδαξε χαρακτική. Από το 1901-1912 είχε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως γελοιογράφος και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής εκείνης στη Γαλλία. To 1945 εξελέγη καθηγητής χαρακτικής στην Ecole des Beaux Arts και ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1949 ανακηρύχθηκε μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών.
Αλέκος Φασιανός
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. (1956-1960, εργαστήριο Γ. Μόραλη). Αγάπησε και μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο κ.ά. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Salon comparaisons (Παρίσι 1970), Biennale του Sao Paulo (1971) και Βενετίας (1972), Graphics Biennale του Baden-Baden (1985) κ.ά. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών ("Αμερική" του Κάφκα, 1975, "Ελένη" του Ευριπίδη, 1976, "Όρνιθες" του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Ξεχωρίζουν τα ονόματα των Ο. Ελύτη, L. Aragon, G. Apollinaire, Κ. Ταχτσή, Κ. Καβάφη, Α. Εμπειρίκου, Γ. Ρίτσου, Β. Βασιλικού κ.ά. Έργα του κοσμούν επίσης ειδικές εκδόσεις τέχνης, όπως λευκώματα με θέμα αρχιτεκτονικά τοπία, όψεις πόλεων κ.λπ. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερα φιλμς για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.
κ.ά.
Έκδοση: 2008 από "Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου"
Σελ.:227 (31χ29), Πανόδετο, ISBN: 960-7791-41-Χ
Θέμα: "Ζωγραφική - Συλλογές τέχνης " "Ζωγραφική, Ελληνική"
Η γυναικεία μορφή, με τη χάρη, την ομορφιά, την περιβολή, τα ανθηρά της χρώματα, προσθέτει ένα δυνατό και πάντα αισθητό άρωμα στη ζωγραφική. Δίκαια λοιπόν επιλέξαμε αυτό τον τίτλο για τον τρίτο τόμο της σειράς "Θησαυροί της Εθνικής Πινακοθήκης", που είναι αφιερωμένος στη γυναίκα. Η γυναίκα υπήρξε ένα ανεξάντλητο ορυχείο έμπνευσης για τους καλλιτέχνες από τότε που δημιουργήθηκε η τέχνη. Οι γλαφυρές φόρμες του γυναικείου σώματος, πλούσιες σε συμβολισμούς ευκαρπίας και μητρότητας, αποτέλεσαν το κοινό θεμέλιο θρησκείας και τέχνης από τις προϊστορικές μητέρες-θεές ως την Αφροδίτη και την Παναγία. [...]
Ο τόμος που αφιερώνουμε στη γυναίκα συγκεντρώνει μερικά από τα πιο σημαντικά και θελκτικά έργα των συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης. Βλέποντάς τα συγκεντρωμένα συνειδητοποιούμε ακόμη μια φορά ότι η ελληνική τέχνη κατάφερε σε λιγότερο από δυο αιώνες να γράψει μια ιστορία συναρπαστική, διόλου ευθύγραμμη, διόλου συμβατική. Μια ιστορία γεμάτη εκπλήξεις, παρεμβάσεις, αιφνιδιασμούς και μικρές επαναστάσεις. Μια ιστορία κατ' εικόνα και ομοίωση του έθνους που εκφράζει.
Το "Άρωμα γυναίκας στην ελληνική ζωγραφική" είναι ο τρίτος τόμος της σειράς "Θησαυροί της Εθνικής Πινακοθήκης", που μας επιτρέπει να συγκεντρώσουμε σε ένα λεύκωμα μερικά από τα αριστουργήματα των συλλογών μας, πάντοτε με ένα θεματικό άξονα. Και οι τρεις τόμοι εκδόθηκαν από τον Όμιλο Φίλων της Εθνικής Πινακοθήκης με τη γενναιόδωρη χορηγία του Ιδρύματος "Νικόλαος Δ. Πατέρας". Ευχαριστούμε θερμά τον πρόεδρο του Ιδρύματος, αγαπητό φίλο και δραστήριο μέλος του Ομίλου Φίλων της Εθνικής Πινακοθήκης, Νικόλαο Πατέρα.
Οι επιμελήτριες της Εθνικής Πινακοθήκης Έφη Αγαθονίκου και Μαρία Κατσανάκη επέλεξαν με γνώση και ενθουσιασμό το υλικό και φρόντισαν με ζήλο τη λαμπρή αυτή έκδοση. Ο Θύμιος Πρεσβύτης και ο Θοδωρής Αναγνωστόπουλος επιμελήθηκαν με καλλιτεχνικό αίσθημα το βιβλίο. Η βοηθός μου Ειρήνη Τσελεπή, υπεύθυνη Γραφείου Τύπου, πρόσφερε τη βοήθειά της πρόθυμα όπου χρειάστηκε. Η Ελένη Κοτσίκου δακτυλογράφησε με επιμέλεια και υπομονή τα κείμενά μου. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς.
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης