Heuzey, Léon
Ο Leon Heuzey (1831-1922), διαπρεπής Γάλλος αρχαιολόγος, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1831 στη Ρουένη της Γαλλίας, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δικαστικός. Ύστερα από εξαιρετικές κλασικές σπουδές στο λύκειο έγινε δεκτός στην Ecole Normale Superieure. Κατόπιν επιτυχών εξετάσεων διορίστηκε, στα τέλη του 1854, στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, από το 1855 ως το 1858, αφιέρωσε, όπως ήταν φυσικό την εποχή εκείνη, πολύ χρόνο σε ταξίδια και μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας στην Αρκαδία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Το "Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858" είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της μεθόδου έρευνας. Επιστρέφοντας ο Heuzey στη Γαλλία διορίστηκε καθηγητής της ιστορίας στο Λύκειο της Λυών. Το 1861 ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ', ο οποίος ετοίμαζε ένα βιβλίο για τον Ιούλιο Καίσαρα, του ανέθεσε την αποστολή να μελετήσει εκείνους τους χώρους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που σχετίζονται με την ιστορία του Καίσαρα: τα Φάρσαλα, τους Φιλίππους κ.ά.. Καρπός της αποστολής αυτής ήταν, μεταξύ των άλλων, η ανακάλυψη του ανακτόρου της Βεργίνας και το βιβλίο "Mission archeo1ogique de Macedoine" (Αρχαιολογική αποστολή στη Μακεδονία).
Το 1863 ο Heuzey διορίστηκε καθηγητής της αρχαιολογίας στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Τα μαθήματά του ήταν πολύ γνωστά σ' όλο το Παρίσι. Στις παραδόσεις του για την αρχαία ενδυμασία έδειχνε στους φοιτητές της Σχολής πώς ραβόταν ένας χιτώνας, μία χλαμύδα, μία τήβεννος. Τα μαθήματα αυτά εκδόθηκαν σε βιβλίο στο τέλος της ζωής του. Το 1870 διορίστηκε επιμελητής στο Τμήμα Ανατολικών Αρχαιοτήτων και Αρχαίας Κεραμεικής του Μουσείου του Λούβρου. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις ανασκαφές που γίνονταν στη Μεσοποταμία, χωρίς ωστόσο να επισκεφτεί ο ίδιος την περιοχή. Αντιδρώντας στην γενικώς αποδεκτή άποψη ότι η ελληνική τέχνη έχει ανατολίτικη προέλευση, προσπάθησε να αποδείξει την πρωτοτυπία της πρώτης και την επίδραση που άσκησε αυτή στον κόσμο της Ανατολής.
Το 1874 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων και το 1885 μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Διατήρησε τη θέση του στο Λούβρο ως το 1908, σε ηλικία 76 ετών. Πέθανε πολυτιμημένος το 1922, αφού προηγουμένως είχε γνωρίσει μια σειρά οικογενειακών πενθών στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο σημειώνουμε τα εξής:
- "Le Mont Olympe et l'Akarnanie", Παρίσι 1860
- "Mission Archeologique de Macedoine", με τη συνεργασία H. Daumet, Παρίσι 1864-1876
- "Catalogue de figurines antiques de terre cuite de Musee du Louvre", Παρίσι 1882
- "Histoire du costume antique d'apres des etudes sur le modele vivant", Παρίσι 1922
- "Excursion dans la Thessalie turque en 1858", Παρίσι 1927