*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 39,81 €
Tribute to the Greek Mother
Motherhood in Modern Greek Art
"Αφιέρωμα στην Ελληνίδα μάνα: Η μητρότητα στη νεοελληνική τέχνη" (Πρωτότυπος τίτλος στα ελληνικά)
Μετάφραση: ·Δημήτρης Σαλταμπάσης
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Φωτογραφία: ·Θάλεια Κυμπάρη
Θάλεια Κυμπάρη
Επιμέλεια: · Αφροδίτη Κούρια
Αφροδίτη Κούρια
Η δρ. Αφροδίτη Κούρια είναι ιστορικός τέχνης.
Ζωγραφική επιμέλεια: · Νικόλαος Γύζης
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης
Παύλος Μαθιόπουλος
1822-1862 Pige Francesco
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Άννα Κινδύνη
Η Άννα Κινδύνη γεννήθηκε το 1914 στη Φώκαια της Μικράς Ασίας. Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια της κατέφυγε στη Μυτιλήνη. Επέστρεψαν το 1919, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922 ανάγκασε την οικογένεια Κινδύνη να προσφύγει για δεύτερη φορά στην Μυτιλήνη, πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, το 1930. Εκεί εργάστηκε αρχικά ως σχεδιάστρια στην Εθνική Τράπεζα. Το 1940 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Μανόλη Κινδύνη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπήκε στην Αντίσταση, στον τομέα της Εθνικής Αλληλεγγύης και δούλεψε στην στατιστική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων, επιφορτισμένη με την καταμέτρηση των καθημερινών θανάτων στους δρόμους της πρωτεύουσας, καθήκον που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την μετέπειτα καλλιτεχνική της πορεία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, με τον άνδρα της υπότροφο της Γαλλικής Κυβέρνησης, φεύγει για το Παρίσι, μέσω Ιταλίας, με το ιστορικό πλοίο Ματαρόα. Το 1947 εγγράφεται στο εργαστήριο χαρακτικής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στις Ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere, με καθηγητές τους Δημήτρη Γαλάνη και Albert Cami. Από τότε, και ως το 1965 περίπου, δουλεύει αποκλειστικά με κάρβουνο. Το 1960 κάνει την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Saint-Placide στο Παρίσι και δύο χρόνια αργότερα στην γκαλερί Reid στο Λονδίνο. Το 1963 της απονέμεται το βραβείο Eugene Carrierre. Τα θέματα και η τεχνοτροπία της σιγά-σιγά διαφοροποιούνται. Η Κινδύνη πειραματίζεται με μία δική της τεχνική, χαράσσοντας πάνω σε πλαστική ύλη. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η μεγάλη σειρά Έρωτες, με έργα που ξεκινούν από το 1975. Το 1984 οργανώνεται μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ε.Π.Μ.Α.Σ., το 1987 στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα και το 2001 στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Πέθανε στην Αθήνα το 2003. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη από την ανιψιά της, Μαργαρίτα Παπαδημητρίου-Boulenger, το 2006. Έργα της βρίσκονται επίσης στην Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας, στην Τράπεζα της Ελλάδος και σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδος και του εξωτερικού.
Χρόνης Μπότσογλου
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε το 1941 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και την Ecole Superieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής ζωγραφικής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας. Εκτός από τη ζωγραφική, έχει ασχοληθεί με τη χαρακτική και τη γλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις των έργων του και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές στις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας. Επίσης, έργα του έχουν εκτεθεί στη Γαλλία, στη Βραζιλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Κύπρο, στην Ισπανία, στο Ισραήλ. Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές και πολιτικές ομάδες, ως συμπλήρωμα της καλλιτεχνικής δράσης. Παράλληλα, έχει γράψει κείμενα για την τέχνη σε περιοδικά και εφημερίδες, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε δύο βιβλία: "Ημερολόγια ταξίδια", εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1994, "Ψευτοδοκίμια", εκδόσεις Καστανιώτη, 2000 και "Το χρώμα της σπουδής" (εκδόσεις Πατάκη, 2005).. Επίσης, έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Σπουδή στο μαύρο" εκδόσεις Περίτεχνον, 1998. Από το 1968 έχει το σπίτι του στο Πετρί της Λέσβου, όπου και περνά όλα του τα καλοκαίρια.
Αλέκος Κοντόπουλος
Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975) φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών μεταξύ των ετών 1923-1929, με δασκάλους τον Ιακωβίδη, τον Λύτρα και άλλους ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες της περιόδου εκείνης. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, σχεδόν για δέκα χρόνια. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα το αναπαραστατικό του έργο δεν πρόδιδε τον αφαιρετικό ζωγράφο στον οποίο θα εξελισσόταν στη συνέχεια (ιδιαίτερα μετά το 1949). Στη δεκαετία του '50 ο Αλέκος Κοντόπουλος -μια ιδιότυπη, σχεδόν αρχαϊκή μορφή του ελληνικού μοντερνισμού- στρέφεται στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και πρωτοστατεί στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
Γιώργος Μπουζιάνης
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα 1885 - Αθήνα 1959) ήταν έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τους Γ. Ροϊλό, Νικηφ. Λύτρα, Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907,συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Otto Seitz. Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και μαθήτευσε κοντά στον ιμπρεσιονιστή Max Liebermann. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής, κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929-1932. Με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να επιστρέψει το 1934 στην Ελλάδα. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας όταν το 1950 εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Guggenheim.
Δημήτρης Μυταράς
Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε το 1934 στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και σκηνογραφία στην Ecole des Arts Decoratifs του Παρισιού. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έντονο κινησιακό σχέδιο και χρωματική διαύγεια. Σε όλες τις περιόδους της ζωγραφικής του τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μια διάχυτη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα με φανερή κοινωνική κριτική διάθεση. Οι πλαστικές του αξίες έχουν κλασική δομή και η επαφή με την ελληνική παράδοση είναι φανερή. Οι σημαντικές περίοδοι της ζωγραφικής του είναι: "Καθρέφτες" (1960-1964) "Δικτατορία" (1966-1970) "Επιτύμβια" (1971-1976) "Πορτραίτα" (1977-1987) "Σκηνές θεάτρου" (1988-1991). Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, ο Δημήτρης Μυταράς έχει εκθέσει σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου και έχει πάρει μέρος σε όλες σχεδόν τις σημαντικές Μπιεννάλε.
Γιώργος Σικελιώτης
Από τους σηματικότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ου αιώνα (1917-1984). Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήρθε στην Αθήνα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Το 1940 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοι του ήταν ο Παρθένης και ο Βικάτος. Έλαβε μέρος σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις μετά το 1939, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ατομικές εκθέσεις έκανε στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα, Κρήτη, Νέα Υόρκη, Βασιλεία της Ελβετίας, Λευκωσία, κ.ά., ενώ, ταυτόχρονα, έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ρώμη, Μόντρεαλ, Ν. Υόρκη, Ουάσιγκτον, Τορόντο, Ελσίνκι, Μόσχα, κ.ά. Επίσης, υπήρξε ενεργό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας "Στάθμη". Έζησε και εργάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε, εν ζωή, δύο αναδρομικές εκθέσεις του έργου του (1975, 1983). Έργα του ανήκουν σε πινακοθήκες, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Μιχάλης Μανουσάκης
Ο Μιχάλης Μανουσάκης γεννήθηκε το 1953 στα Χανιά της Κρήτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο του Δ. Κοκκινίδη και αποφοίτησε το 1984, ενώ το 2009 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής της Α.Σ.Κ.Τ.
Δημοσθένης Κοκκινίδης
Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 12 Οκτωβρίου 1929. Για δύο χρόνια φοίτησε στην τότε Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Από το 1952 μέχρι το 1957 σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ακολουθεί δίμηνη παραμονή του στο Άγιο Όρος (1958), όπου μελετά βυζαντινούς εικονογραφημένους κώδικες. Παίρνει διετή υποτροφία από την ιταλική κυβέρνηση (1958). Από το 1959 μέχρι το 1961 είναι υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του ’60, παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολείται με το design για βιοποριστικούς λόγους. Σχεδιάζει αντικείμενα για την εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας τέχνης α» (1961-67) και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση μέσω της Τέχνης» (1976-81). Το 1975 γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.). Το 1976 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Διετέλεσε πρύτανης της Α.Σ.Κ.Τ. την περίοδο 1979-82. Από το 1981 έως το 1983 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης από το 1995 και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας από το 1997. Έχει πραγματοποιήσει 23 ατομικές εκθέσεις, από τις οποίες οι 14 παρουσιάστηκαν στην περιοχή της Αθήνας.
Καλλιόπη Ασαργιωτάκη
Μαριλένα Ζαμπούρα
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κ. Γραμματόπουλο, Αθήνα 1972-1977 και στην Ecole Superiure des Beaux-Arts, με τον R. Gili, Παρίσι 1977-1978. Έχει πραγματοποιήσει 11 ατομικές εκθέσεις, (Αθήνα, 1981, 1983, 1988, 1991, 1994, 1996, 1997- Θεσσαλονίκη, 1995, - Βερολίνο, 1993, 1996 - Βρέμη, 1994) και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, (Ελλάδα, Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία, Ρωσία και Βραζιλία). Έργα της ανήκουν σε Δημοτικές Πινακοθήκες και συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Κώστας Π. Γραμματόπουλος
Ο ζωγράφος και χαράκτης Κώστας Π. Γραμματόπουλος (1916-2003) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική και χαρακτική (1934-1940) με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Γιάννη Κεφαλληνό και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι το 1954. Νωρίτερα, φιλοτέχνησε πολλές αφίσες για τον πόλεμο του 1940, καθώς και τις εικόνες για τα Αλφαβητάρια του 1949 ("Τα καλά παιδιά") και του 1955 (των Ι. Κ. Γιαννέλη και Γ. Σακκά). Το 1959 εκλέχθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Έδρα της Χαρακτικής, όπου δίδαξε έως το 1985. Το 1974 φιλοτέχνησε το εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το χαρακτικό αλλά και το ζωγραφικό του έργο είναι πλούσιο σε εκφραστικές και χρωματικές προεκτάσεις, ενώ η θεματογραφία του αντλείται από τον φυσικό χώρο (θάλασσα, βότσαλα, κ.ά.) και συνδυάζεται μερικές φορές με ιδεαλιστικές και σουρεαλιστικές μορφές.
Α. Τάσσος
Ο χαράκτης Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος) γεννήθηκε το 1914 στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας και πέθανε το 1985 στην Αθήνα. Από μικρός άρχισε να εργάζεται σε τυπογραφεία. Μαθήτευσε ζωγραφική δίπλα στο Γιώργο Κωτσάκη και 16 ετών, το 1930, έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Μαθήματα γλυπτικής παρακολούθησε στο εργαστήριο του Θωμά Θωμόπουλου και αργότερα του Γιάννη Κεφαλληνού. Το 1939, με την αποφοίτησή του, άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νέα Εστία. Ο Τάσσος έχει ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και με άλλους καλλιτέχνες προσέφερε μέσα απ' την τέχνη του στους αγώνες για την απελευθέρωση. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, συνεργασία της οποίας καρπός υπήρξε η εικονογράφηση βιβλίων του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Το 1955 ως το 1967 συνεργάστηκε με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία στο σχεδιασμό γραμματοσήμων. Τα προηγούμενα χρόνια έγινε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του οργανωμένη από την ομάδα "Στάθμη", που την αποτελούσαν ο ίδιος και άλλοι αξιόλογοι καλλιτέχνες, και έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας και του Λουγκάνο. Το 1959 ανέλαβε τη διεύθυνση του τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδασκε ως το 1967. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό. Το 1977 μετά την κατάρρευση της χούντας, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Υπήρξε επίσης μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης.
Βάσω Κατράκη
Γλυπτική: · Γιαννούλης Χαλεπάς
Γιαννούλης Χαλεπάς
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκφραστές τόσο της νεοελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής πλαστικής. Γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου. Ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Χαλεπά, που διατηρούσε μεγάλο εργαστήρι και εκτελούσε παραγγελίες ακόμα και για το εξωτερικό. Ο πατέρας ήθελε τον πρωτότοκο γιο του να ασχοληθεί με το εμπόριο. Έτσι, αφού τελείωσε το σχολαρχείο της Τήνου και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου στη Σύρο, φοίτησε στην Εμπορική Σχολή της Σύρου, την οποία όμως σύντομα εγκατέλειψε. Η αγάπη του νεαρού Χαλεπά ήταν η γλυπτική. Φαίνεται μάλιστα ότι έτρεφε τέτοιο πάθος για την τέχνη αυτή, ώστε κατάφερε να μεταπείσει τον πατέρα του και να ξεκινήσει τις σπουδές του το 1869 στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, με δάσκαλό του το γλύπτη Λεωνίδα Δρόση. Στη Σχολή το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί. Με υποτροφία μάλιστα του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου το 1873 συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εκεί, από την αρχή ακόμη των σπουδών του, γνώρισε τις πρώτες μεγάλες του διακρίσεις: πρώτο βραβείο και χρηματικό έπαθλο σε διαγωνισμό της Ακαδημίας με το έργο του "Το παραμύθι της Πεντάμορφης" (1874) και χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση του Μονάχου με το έργο "Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα" (1874). Ωστόσο, το 1875 η υποτροφία του διακόπηκε, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αθήνα ένα χρόνο αργότερα. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στην πρωτεύουσα φιλοτέχνησε και ένα από τα πιο γνωστά έργα του, την "Κοιμωμένη", το ταφικό μνημείο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (1878). Την ίδια όμως περίοδο ο Χαλεπάς εκδήλωσε και τα πρώτα συμπτώματα ψυχασθένειας, που είχε ήδη πλήξει δύο από τα αδέρφια του. Η οικογένειά του τον πήρε στην Τήνο, όπου όμως η κατάστασή του συνεχώς χειροτέρευε. Έτσι, το 1888 μπήκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, από όπου θα έβγαινε 14 χρόνια μετά, οπότε και έμεινε κοντά στη μητέρα του στην Τήνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν έως και το 1918 ο Χαλεπάς έζησε σε μεγάλη ανέχεια. Δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα ποια ήταν ακριβώς η σχέση του με τη γλυπτική όλο αυτό το διάστημα. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η μητέρα του κατέστρεφε τα έργα του, πιστεύοντας ότι η ενασχόλησή του αυτή έβλαπτε την υγεία του. Σύμφωνα με άλλους πάλι, ήταν ο ίδιος ο Χαλεπάς που κατέστρεφε τα δημιουργήματά του λόγω της ψυχικής διαταραχής του. Το 1918 ξεκίνησε μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για το γλύπτη. Με τη βελτίωση της υγείας του, που σημειώθηκε τα επόμενα χρόνια, φιλοτέχνησε μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του. Η αναγνώρισή του ήρθε σταδιακά με τη διοργάνωση εκθέσεων στην Αθήνα, ενώ το 1927 η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1930 ο Χαλεπάς εγκαταστάθηκε στο σπίτι της ανιψιάς του Ειρήνης Χαλεπά στην Αθήνα, όπου πέρασε την τελευταία και πιο δημιουργική φάση της καλλιτεχνικής του διαδρομής, που διακόπηκε με το θάνατό του το 1938.
Κυριάκος Ρόκος
O Kυριάκος Pόκος, του Kλεάνθη και της Πελαγίας, γεννήθηκε στα Γιάννενα τον Mάιο του 1945. Σπούδασε γλυπτική στην Aνωτάτη Σχολή Kαλών Tεχνών της Aθήνας με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά κι ύστερα, με υποτροφία της Aκαδημίας Aθηνών, δούλεψε στο Παρίσι, κοντά στον Kώστα Kουλεντιανό και στο εργαστήριο του Σεζάρ στην Ecole Superieure des Beaux Arts. Aπό το 1972 μέχρι το 2007 έχει κάνει τριάντα μία ατομικές εκθέσεις στην Eλλάδα και στο εξωτερικό και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Έργα του υπάρχουν σε δημόσιους χώρους στην Αθήνα, στον Πειραιά, στα Γιάννενα, στη Νάξο, στη Θεσσαλονίκη, στην Κατερίνη, στην Καρδίτσα, στην Αμαλιάδα, στη Λέσβο, στην Καλαμάτα, στη Χίο, στο Λουξεμβούργο και στη Σουηδία. Συνεργάστηκε με το Θέατρο Tέχνης του Kαρόλου Kουν, το Eθνικό Θέατρο και το Περιφερειακό Θέατρο Iωαννίνων. Aπό το 1975 κείμενά του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει εκδώσει τα βιβλία: "Σχέδια" (1972), "Aποτυπώματα 1967-1975" (1978), "Tαξίδια με στυλό διαρκείας" (APIVITA, 1994), "Ένας επικίνδυνος γλύπτης" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996), "Γλυπτική σε κοινή θέα" (2002), "31 σχέδια και 1 γλυπτό ζητούν ποιητή" (2005) και "Η πεταλούδα του Ινσένμπορν" (2008). Στο διάστημα 1981-1983 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Bακαλό. Eίναι καθηγητής πλαστικής στο τμήμα Συντήρησης Aρχαιοτήτων και Έργων Tέχνης του T.E.I. Aθήνας.
Άλεξ Μυλωνά
Η Άλεξ Μυλωνά γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Κατά διαστήματα έμεινε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τους γλύπτες Giacometti, Arp, Zadkin και σημαντικούς ζωγράφους του 1960-62. Φοίτησε στη Σχόλη Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο, 1945-1950. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα το 1960 στην ΧΧΧ Biennale της Βενετίας, όπως και στις Διεθνείς Biennale Βρυξελλών 1954, Αλεξανδρείας 1959, Παρισίων 1959, Buenos Aires 1964, Montreal 1967, Βουδαπέστη 1978. Είναι μέλος του Σωματείου Ελλήνων Γλυπτών και ιδρυτικό μέλος του Σωματείου των Ελληνίδων Καλλιτεχνών. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις.
Γιάννης Παππάς
Ο Γιάννης Παππάς (1913-2005) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του χειρουργού Αλέξανδρου Παππά και της Ελένης Φ. Φωτιάδη. Έφτασε στην Αθήνα το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ύστερα από μια σύντομη παραμονή της οικογένειάς του στην Κέρκυρα. Αργότερα βρέθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole Superieure des Beaux Arts και εξέθεσε έργα του. Το 1935 φιλοτέχνησε προτομή του ζωγράφου Ανδρέα Βουρλούμη, ενώ την επόμενη χρονιά αποκάλυψε σε φυσικό μέγεθος άγαλμα του γλύπτη Χρήστου Καπάλου. Το 1937 του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο στη διεθνή έκθεση των Παρισίων, ενώ στη συνέχεια φιλοτέχνησε άγαλμα του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη και ολοκλήρωσε το πρόπλασμα του ανδριάντα του Αδαμάντιου Κοραή για να επιστρέψει στην Ελλάδα, προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Τον Δεκέμβριο του 1944 κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό υπηρετώντας στην Ανωτέρα Ναυτική Διοίκηση Αλεξανδρείας. Στην Αλεξάνδρεια όπου παρέμεινε μέχρι και το 1951 είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης στο Κάιρο και την Ανω Αίγυπτο, αλλά και να φιλοτεχνήσει έργα εμπνεόμενος από τους ανθρώπους και τη σπουδαία τέχνη της Αιγύπτου. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται ο μαρμάρινος ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου, άγαλμα του Ευάγγελου Παπανούτσου, ανδριάντες των Γεωργίου Καραϊσκάκη, Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα, Παντελή Πρεβελάκη, στρατηγού Μακρυγιάννη, Ιωνα Δραγούμη, άγαλμα του Οδυσέα Ελύτη κ.ά. Τη δεκαετία του '70 ο Γιάννης Παππάς εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1980 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1992 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του γλύπτη. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου του 2005.
Γιώργος Γεωργιάδης
Χρήστος Καπράλος
Ο Χρήστος Καπράλος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες γλύπτες του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1909 στο χωριό Παναιτώλιο Αγρινίου και πέθανε στην Αθήνα το 1993. Είναι της γενιάς του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μόραλη, του Νίκου Νικολάου, του Οδυσσέα Ελύτη, ενώ συνδέθηκε στενά με τον Σικελιανό και τον Μπουζιάνη. Έκανε τα πρώτα βήματά του στην τέχνη στο χωριό του, με ντόπιους καλλιτέχνες, και στη συνέχεια σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και γλυπτική στο Παρίσι. Διακρίθηκε από την πρώτη του έκθεση στην Αθήνα, το 1946 στον Παρνασσό, με πολλά εγκωμιαστικά σχόλια. Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε με τη μεγάλη έκθεση χάλκινων γλυπτών του στη Biennale της Βενετίας το 1962. Δούλεψε με όλων των ειδών τα υλικά, χαλκό, μολύβι, ξύλο, μάρμαρο, πωρόλιθο, πηλό και ευτελείς πρώτες ύλες. Η μνημειώδης Ζωφόρος του, μήκους σαράντα μέτρων, που ονομάστηκε Μνημείο της Μάχης της Πίνδου και φιλοτεχνήθηκε στην Αίγινα από το 1952 έως το 1956, αγοράστηκε πρόσφατα από τη Βουλή των Ελλήνων, όπου και σύντομα θα ολοκληρωθούν οι εργασίες της μόνιμης εγκατάστασής της.
Καλλιτεχνική επιμέλεια: ·κ.ά.
κ.ά.
Έκδοση: Δεκέμβριος 2010 από "Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων"
Σελ.:170 (30χ24), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-6757-30-7
Θέμα: "Γλυπτική, Ελληνική" "Ζωγραφική, Ελληνική" "Τέχνη, Ελληνική" "Χαρακτική, Ελληνική"
The mother was worshipped as a symbol of fertility even in the earliest human communities and has been a favourite subject for all art genres from antiquity to date. The multiplicity and diversity of images reflect the complex symbolical character of the mother figure.
Above all, the motif of the mother holding her baby in her arms stands out as the most enduring in time and most emotionally charged motif.
For the Greek society in particular, the figure of the mother enjoys a central position, as it epitomizes the notions of continuity, security, sacrifice, giving, unconditional love. This publication by the Foundation is dedicated to the ways in which the Greek mother has been captured in Modern Greek art. The selected art works trace the mother and child relationship in times of peace and happiness, as well as in times of pain. Moreover, maternity is highlighted, not only as a physical occurrence, but also as a key concept that ensures the continuity of life and forms inseverable ties between generations. […]
Philippos Petsalnikos, president of the Hellenic Parliament and Chairman of the Hellenic Parliament Foundation for Parliamentarism and Democracy