*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 11,94 €
Ημερολόγιο 2012, Από τους θησαυρούς της Εθνικής Πινακοθήκης
Μετάφραση: ·Δημήτρης Σαλταμπάσης
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Φωτογραφία: ·Σταύρος Ψηρούκης
Σταύρος Ψηρούκης
Θάλεια Κυμπάρη
Επιμέλεια: · Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. 1960-1964: Πτυχίο Αρχαιολογίας με άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. 1964-1968: Μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. 1968-1973: Μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη. Κρατικό διδακτορικό δίπλωμα (Doctorat d'Etat es Lettres) με άριστα από τη Σορβόννη (Παρίσι Ι). 1975: Εκλέγεται Τακτική Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1992 Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 1985: Βραβείο Καζαντζάκη. 1989: Α΄ Κρατικό Βραβείο Μελέτης Δοκιμίου για το βιβλίο "Περί ζωγραφικής. Αλμπέρτι και Λεονάρντο". Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και Τεχνών από την Ιταλική και Γαλλική Δημοκρατία και με το παράσημο του Αλφόνσου του Σοφού από την Ισπανική Κυβέρνηση. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα Ιστορίας της Τέχνης.
Ζωγραφική επιμέλεια: ·Ανδρέας Κριεζής
Ανδρέας Κριεζής
Ιωάννης Δούκας
Νικόλαος Κουνελάκης
Νικηφόρος Λύτρας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Ιάκωβος Ρίζος
Ιωάννης Αλταμούρας
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας 1852 - Σπέτσες 1878), έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο πατέρας του, ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Ιωάννης ήταν επτά ετών, οπότε η μητέρα του, η σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε σπουδάσει στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα "Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών" της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871-1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873-1876 κοντά στον Carl Frederik Sorensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Όταν επέστρεε στην Ελλάδα άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στη "Σχολή του Μονάχου", η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.
Συμεών Σαββίδης
Ο Συμεών Σαββίδης (Τοκάτ ή Τοκάτη (αρχαία Ευδοκιάδα) Μικράς Ασίας 1859 - Αθήνα 1927) από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου", θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες έλληνες ζωγράφους τού 19ου αι. Στο έργο του εστιάζεται στην ανθρώπινη μορφή και τα ανατολίτικα ηθογραφικά θέματα. Πραγματοποίησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1878-1880). Με ιδιωτική υποτροφία, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου (1880-1887) με δασκάλους τον Γύζη, τον Ludwig von Lofftz και τον Wilhelm von Diez. Έμεινε στο Μόναχο για πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας ελάχιστα ταξίδια προς την πατρίδα του, την Μικρά Ασία, προκειμένου να συγκεντρώσει θεματικό υλικό για τα έργα του. Παρουσίασε πίνακές του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη. Το 1925 επέστρεψε φτωχός και άρρωστος στην Αθήνα, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Βασίλειος Χατζής
Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης 1837 - Πειραιάς 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Μόνιμη πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου".
Eugène Delacroix
Σοφία Λασκαρίδου
Η Σοφία Λασκαρίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1882. Σπούδασε στο "Σχολείο των Τεχνών" της Αθήνας (1903-1907), στο Μόναχο (1908-1910) και στο Παρίσι (1910-1914). Επέστρεψε το 1916 στην Ελλάδα και δίδαξε στη Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας που είχε ιδρύσει η μητέρα της Αικατερίνη Χρηστομάνου. Ασχολήθηκε κυρίως με τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές της καθημερινής ζωής και νεκρές φύσεις.
Όθων Περβολαράκης
Οδυσσέας Φωκάς
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης
Domenicos Theotokopoulos
Μεγάλος ζωγράφος του 16ου-17ου αιώνα, γεννημένος στην Κρήτη (1541-1614). Εκπαιδεύτηκε στην αγιογραφία στη γεννέτειρά του, που ανήκε, εκείνη την εποχή, στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, και στη συνέχεια μαθήτευσε στη ζωγραφική στη Βενετία, στη Ρώμη και στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ισπανικού μανιερισμού και μυστικισμού.
Νικόλαος Λύτρας
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Μιχάλης Οικονόμου
Ο Μιχάλης Οικονόμου (Πειραιάς 1884 - Αθήνα 1933), έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το τοπίο. Ενώ ήταν ακόμα μαθητής στο Δραγάτσειο Σχολείο του Πειραιά, πήρε μαθήματα από το ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το 1906 πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε ναυπηγός. Τρία χρόνια αργότερα τον κέρδισε η ζωγραφική. Φοίτησε στην Ecole des beaux arts, ταξιδεύοντας ταυτόχρονα σε όλη τη Γαλλία (αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη) και γνωρίζοντας από κοντά όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Το 1926 επέστρεψε στην Ελλάδα για μια ατομική έκθεση στην αίθουσα Παρνασσός. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα γνωρίζει την Ευτυχία Αργυρίου την οποία και παντρεύεται αμέσως. Αυτός είναι και ο λόγος που επιστρέφει οριστικά από το Παρίσι. Το 1931 εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο όπου και πεθαίνει το Μάιο του 1933.
Κωνσταντίνος Μαλέας
Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ου αιώνα (1879-1928). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, και συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Παρίσι (1901-1908). Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, το οποίο απελευθέρωσε από την αναπαραστατική ηθογραφία της εποχής, αποδίδοντάς του μια πρωτογενή αισθαντικότητα, που μας είναι γνώριμη από τις μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του.
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Δημήτριος Γαλάνης
Ο Δημήτριος Γαλάνης (Αθήνα 1879 - 1966) ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος, Θεωρείται ο θεμελιωτής της χαρακτικής στην Ελλάδα. Το 1897-1899 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και το 1899 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα. Το διάστημα 1900-1902 σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία , πήρε τη γαλλική υπηκοότητα ( αφού κατετάγη πρώτα το 1914 στην Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε στο Γαλλικό στρατό και τη διετία 1915-1917 στο συμμαχικό στρατό ) και αργότερα δίδαξε χαρακτική. Από το 1901-1912 είχε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως γελοιογράφος και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής εκείνης στη Γαλλία. To 1945 εξελέγη καθηγητής χαρακτικής στην Ecole des Beaux Arts και ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1949 ανακηρύχθηκε μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών.
Αλέκος Κοντόπουλος
Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975) φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών μεταξύ των ετών 1923-1929, με δασκάλους τον Ιακωβίδη, τον Λύτρα και άλλους ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες της περιόδου εκείνης. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, σχεδόν για δέκα χρόνια. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα το αναπαραστατικό του έργο δεν πρόδιδε τον αφαιρετικό ζωγράφο στον οποίο θα εξελισσόταν στη συνέχεια (ιδιαίτερα μετά το 1949). Στη δεκαετία του '50 ο Αλέκος Κοντόπουλος -μια ιδιότυπη, σχεδόν αρχαϊκή μορφή του ελληνικού μοντερνισμού- στρέφεται στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και πρωτοστατεί στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Νίκος Εγγονόπουλος
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Τα έργα του είναι: - "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", 1938 - "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939 - "Επτά ποιήματα", 1944 - "Μπολιβάρ", 1944 - "Η επιστροφή των πουλιών", 1946 - "Έλευσις", 1948 - "Ο Ατλαντικός" (ανάτυπο από το περιοδικό "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση"), 1954 - "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958) - "Ποιήματα", τ. Α', Ίκαρος, 1966 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν" και "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής") - "Ελληνικά σπίτια", 1972 - "Ποιήματα", τ. Β', Ίκαρος, 1977 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μπολιβάρ", "Η επιστροφή των πουλιών", "Έλευσις", "Ο Ατλαντικός", "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω") - "Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες", 1978 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979) - "Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών", Ύψιλον, 1980, Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία: - "Πεζά κείμενα" (συγκεντρωτική έκδοση), Ίκαρος, 1987 - "... και σ' αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967" (επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 1993 - "Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλού ελληνικά... (συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, σε επιμ. Γιώργου Κεντρωτή)", Ύψιλον, 1999 - "Το μέτρον, ο άνθρωπος: πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες", Ύψιλον, 2005 - "Ωραίος σαν Έλληνας: ποιήματα/The Beauty of a Greek: Poems" (δίγλωσση έκδοση, σε ανθολόγηση, μετάφραση & επιμ. David Connolly), Ύψιλον, 2007 Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών. Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος. Στη ζωγραφική, δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, άνθρωποι στους οποίους ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό. Ο ίδιος έλεγε: "Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό".
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
κ.ά.
Έκδοση: Δεκέμβριος 2011 από "Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου"
Σελ.:134 (22χ20), Σκληρό εξώφυλλο
Θέμα: "Ημερολόγια" "Ζωγραφική - Συλλογές τέχνης "
[...] Η ανθολογία από πίνακες που παρουσιάζουμε στο ημερολόγιο του 2012 περιλαμβάνει γνωστά και άγνωστα έργα. Η επιλογή τους έγινε με κριτήρια καθαρά αισθητικά και όχι ιστορικά. Θελήσαμε κάθε βδομάδα να υποδέχεται τον χρήστη του ημερολογίου μια ευχάριστη έκπληξη. Ένα έργο που θα μπορούσε με την ομορφιά του να ευφραίνει το βλέμμα και την ψυχή και να εμπνεύσει αισιοδοξία, ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. [...]
(Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, από το προλογικό κείμενο)