*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 13,13 €
Modern Greek Poetry
Συγγραφή: · Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και "να μπει στα πολιτικά", "μα τα παραίτησεν" για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος "εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου", όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ' ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του. Eξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Aξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό Aρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση". Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί και μια άλλη φημολογία, κατά την οποία ο Aλέκος Σεγκόπουλος, θαυμαστής της ποίησης και βασικός κληρονόμος της διαθήκης, υπήρξε γιος του Kαβάφη. Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tην ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Aλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του "Ίκαρου" που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963. Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στο περιοδικό "Παναθήναια" (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Mπέρτολντ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες". (Πηγή: "K.Π. Kαβάφης: επίσημος, κρυμμένος και ατελής", "Eρμής",1995)
Νίκος Καζαντζάκης
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957). Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφές. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό "Πινακοθήκη" με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του "Όφις και κρίνο", αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα "Ξημερώνει" [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , "Φασγά", "Ο πρωτομάστορας" [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα] ,το μυθιστόρημα "Σπασμένες ψυχές", καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής ("Νουμάς", "Παναθήναια"). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας". Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου (η οποία και τα υπέγραφε) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος". Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό "Αναγέννηση" το πρώτο δείγμα από την "Οδύσσεια", που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό "Monde" . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα "Τόντα Ράμπα", "Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας", "Τερτσίνες", μια μετάφραση της "Θείας Κωμωδίας" του Δάντη και μια του "Φάουστ Α΄" του Γκαίτε, το "Βραχόκηπο", την τραγωδία "Μέλισσα", καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις "Αδερφοφάδες" και τον "Καπετάν Μιχάλη" και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την "Αναφορά στο Γκρέκο", που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, "Εκείνος που πρέπει να πεθάνει". Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα: Παντελής Πρεβελάκης, "Νίκος Καζαντζάκης· συμβολή στη χρονογραφία του βίου του", Αθήνα, 1960· Παντελής Πρεβελάκης,"Καζαντζάκης Νίκος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985· "Νίκος Καζαντζάκης, Το χρονικό μιας δημιουργίας: ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη-Μαρτινού", επιμ. Γιώργος Ανεμογιάννης, έκδοση Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, Κρήτη, 1986· Δημήτρης Πλάκας, "Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)", περιοδικό "Διαβάζω" τχ. 190, 27.4.1988, σ. 26-33· Αλέξης Ζήρας, "Νίκος Καζαντζάκης" στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)", τ. Δ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σ. 126-171· Πάτροκλος Σταύρου, "Νίκος Καζαντζάκης 1883-1957", περιοδικό "Ελίτροχος", τχ. 15, Καλοκαίρι 1998, σ.9-19. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Κώστας Βάρναλης
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1884-1974). Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και γράφτηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902 και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα με υποτροφία του κληροδοτήματος του Νικόλαου Παρασκευά από τη Βάρνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία. Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατιά Αττικής. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννης Κεφαληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του Η ποίηση στη ζωή μας. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη . Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, το 1856 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Οργή Λαού, γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935. Η πορεία του Βάρναλη στο χώρο της ποίησης ξεκίνησε το 1904, όταν εξέδωσε τις Κηρύθρες, την πρώτη του ποιητική συλλογή με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρέυμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες. Με τον Προσκυνητή πέρασε σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση και υιοθέτησε ένα μεσσιανικό πρότυπο της ποιητικής ιδιότητας, ενώ με το Φως που καίει σηματοδοτήθηκε η τελευταία ιδεολογική του μεταστροφή, αυτή τη φορά προς την κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία με τη παράλληλη όμως παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων. Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί και στα κριτικά του κείμενα. Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο του αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Βάρναλη, βλ. Μαλάνος Τίμος, «Βάρναλης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12, σ.731-738. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μιχαηλίδη Θεανώ Ν., «Βάρναλης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Εργο-βιογραφικό χρονολόγιο του Κώστα Βάρναλη», Διαβάζω88, 22/2/1984, σ.6-11. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Άγγελος Σικελιανός
Άγγελος Σικελιανός (1884-1951). Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ' επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και τα Παναθήναια, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με το Νουμά. Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον "Αλαφροΐσκιωτο", που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ, την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα. Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα. Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου. Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη "Σίβυλλα". Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα "Ηχήστε οι σάλπιγγες" κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά - αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων - για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951. Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α΄. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Τετράδια Ευθύνης 11. Αθήνα, 1980. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κώστας Ουράνης
Κώστας Ουράνης (1890-1953). Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ουράνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Αργυρίου Αλεξ., «Ουράνης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Κώστας Ουράνης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.316-363. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Σταμέλος Δημήτρης, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τάκης Κ. Παπατσώνης
Τ.Κ. Παπατσώνης (1895-1976). Ο Τ[άκης] Παπατσώνης γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Κωνσταντίνου Παπατσώνη και της Αικατερίνης το γένος Πρασσά. Μαθήτευσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1913 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στην εφημερίδα Ακρόπολις. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το 1920 και το 1927 παρακολούθησε μαθήματα οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Από το 1914 και για σαράντα χρόνια εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών φτάνοντας ως τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Το 1928 έμεινε για μήνες στο Άγιο Όρος. Το 1932 παντρεύτηκε την Ευανθία Εμπεδοκλή με την οποία απέκτησε μια κόρη. Ταξίδεψε πολύ σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και λόγω της εργασίας του και από προσωπικό πάθος (ενδεικτικά αναφέρονται εδώ τα ταξίδια του στο Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία, την Πράγα, την Ελβετία, τη Γαλλία, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, την Αγγλία, την Ισπανία, το Βουκουρέστι, τη Βέρνη, τα Καρπάθια, τη Νέα Υόρκη, την Κούβα, το Σικάγο, το Σαν Ντιέγο). Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Τιμήθηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920) και με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα. Η πρώτη έκδοση ποιημάτων του Παπατσώνη πραγματοποιήθηκε το 1934 με την Εκλογή Α΄. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση της πρώτης ελληνικής μετάφρασης της Έρημης Χώρας του Τόμας Έλλιοτ από τον Παπατσώνη στο περιοδικό Κύκλος και με τίτλο Ερημότοπος. Από το 1935 και για πέντε χρόνια συνεργάστηκε με την εφημερίδα Καθημερινή, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Το 1944 εξέδωσε την Ursa Minor . Ακολούθησαν η Εκλογή Β΄ (1962), το οδοιπορικό Άσκηση στον Άθω (1963), το ταξιδιωτικό κείμενο Μολδοβλαχικά του Μύθου, οι μελέτες Friedrich Holderlin, 1970-1843-1970 και Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος, και οι συλλογές δοκιμίων Ο Τετραπέρατος κόσμος (δυο τόμοι) και Όπου ην κήπος. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελλάς, Οι Νέοι, Λόγος, Λύρα, Μούσα, Πειθαρχία, Πρωτοπορία, Ρυθμός, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Ελεύθερα Γράμματα, Χρονικά Αισθητικής κ.α. Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις. Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του ελεύθερου στίχου στη μοντέρνα ελληνική ποίηση. Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζουν ποικίλες δημιουργικά αφομοιωμένες επιδράσεις και έντονα προσωπικό ύφος στα πλαίσια του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάκη Παπατσώνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Παπατσώνης Τάκης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιάκος Δημήτρης, «Παπατσώνης Τάκης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μουντές Μ., «Μικρό βιογραφικό διάγραμμα του Τάκη Παπατσώνη», Νέα Εστία 100, ετ.Ν΄, 15/11/1976, αρ.1185, σ.1484-1485, Φραντζή Άντεια, «Παπατσώνης Τάκης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Τετράδια Ευθύνης 1. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κώστας Γ. Καρυωτάκης
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες". Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Το πρώτο έργο του Γιώργου Σεφέρη είναι η συλλογή "Στροφή" που δημοσιεύτηκε το 1931. Η συλλογή του αυτή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση. Ακολούθησαν η "Στέρνα" (1932) και το "Μυθιστόρημα" (1935). Ένα χρόνο μετά γράφει την "Γυμνοπαιδία", και το 1938 απαντώντας στο δοκίμιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημοσιεύει το "Διάλογος πάνω στην ποίηση". Το 1940 δημοσιεύονται το "Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937", και το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄" τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα, όπως τα ποιήματα "του κ. Στράτη θαλασσινού" και "Ο Βασιλιάς της Ασίνης" καθώς επίσης και μία συλλογή των ως τότε δημοσιευμένων έργων του με τίτλο "Ποιήματα". Το 1944 δημοσιεύεται το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" το οποίο γράφτηκε στην Αίγυπτο και την Νότια Αφρική, όπου ο Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" ακολουθούν η τριμερής "Κίχλη", (1947) που από πολλούς θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιώργου Σεφέρη, και η συλλογή "..Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν" η οποία κυκλοφόρησε το 1955, εν μέσω του Κυπριακού Αγώνα, και αργότερα μετονομάστηκε σε "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄". Το 1950 δημοσιεύτηκε η συλλογή "Ποιήματα 1924-1946", που είναι μια εμπλουτισμένη έκδοση της πρώτης συλλογής των έργων του ("Ποιήματα Ι"). Η τελευταία συλλογή που τύπωσε ο Γιώργος Σεφέρης όσο ζούσε και η οποία δημοσιεύτηκε 11 χρόνια μετά το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄" είναι τα "Τρία Κρυφά Ποιήματα" (1966). Το κύκνειο άσμα του ποιητή είναι το "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄", το οποίο εκδόθηκε το 1976, με επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τις περισσότερες εκδόσεις έργων του ποιητή. Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Σεφέρης έχει κάνει αξιολογότατες μεταφράσεις, όπως την "Έρημη Χώρα" (1936) και το "Φονικό στην Εκκλησιά" (1963) του Τ.Σ. Έλλιοτ, το "Άσμα Ασμάτων" (1965), την "Αποκάλυψη του Ιωάννη" (1966), τις "Αντιγραφές" (1965, περιέχει έργα Ευρωπαίων και Αμερικανών ποιητών όπως Ezra Pound, Andre Gide, Paul Eluard, Pierre-Jean Jouve), και τις "Μεταγραφές" (1980, περιέχει κείμενα της αρχαίας γραμματείας). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τα δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Έγραψε για τον Κάλβο, τον Δάντη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Έλιοτ. Εκδόθηκαν με τον τίτλο "Δοκιμές" (1944, έκδοση σε δύο τόμους το 1974 από τον Ίκαρο, σε επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη· ο τρίτος τόμος επίσης από τον Ίκαρο εκδόθηκε το 1992 με επιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου.) Επίσης, υπάρχει το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, με γενικό τίτλο "Μέρες" το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1975, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του (Α΄-Ζ΄, 1925-1960· το 2001 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ίκαρος, ο τελευταίος τόμος του ημερολογίου, "Μέρες Η΄", ο οποίος καλύπτει την τελευταία δεκαετία της ζωής του, με επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου-Davis), από το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για τον ίδιο και το έργο του, όσο και για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν ακόμη οι δύο πρώτοι τόμοι του "Πολιτικού ημερολογίου" (εκδόσεις Ίκαρος, 1979 και 1985 αντίστοιχα) σε επιμέλεια Αλέξανδρου Ξύδη. Εκτός από τα παραπάνω ο Σεφέρης έγραψε και το "Χειρόγραφο Σεπτέμβρη '41", και το μυθιστόρημα "Έξι νύχτες στην Ακρόπολη" που μολονότι άρχισε να γράφεται το 1926-1928 εκδόθηκε το 1974. Το τελευταίο τμήμα των γραπτών του Σεφέρη αποτελούν οι αλληλογραφίες του, με πρώτη εκδοθείσα αυτήν με τον Γιώργο Θεοτοκά (1930-1966). Ακολουθούν (διαδοχικά) οι αλληλογραφίες με τον Αδαμάντιο Διαμαντή (Κύπριο ζωγράφο, 1953-1971), με τον Ανδρέα Καραντώνη (1931-1960), με τη σύζυγό του Μαρώ Σεφέρη (Α΄τόμος, 1936-1940), με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (1948-1968) και με τον Edmund Keeley (1951-1971).
Γιώργος Θέμελης
Γιώργος Θέμελης (1900-1976). Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού "Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου". Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939 - όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και "Κοχλίας" (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Μορφές", "Τέχνη και Ζωή", "Ορίζοντες", "Ελεύθερα Γράμματα", "Νέα Πορεία", "Ο Αιώνας Μας", "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση". Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο "Γυμνό παράθυρο". Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της "Νέας Εστίας" (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Σε δική του μετάφραση ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε., το 1968, οι "Δανειστές" του Στρίντμπεργκ και το "Κύκνειον Άσμα" του Τσέχωφ, και το 1970, ο "Προμηθέας Δεσμώτης" του Αισχύλου. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θέμελη, βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Γιώργος Θέμελης", στο "Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου", σ.198-200 (της εισαγωγής) και 284-286 (της ανθολογίας), Αθήνα, Σοκόλης, 1979. Αργυρίου Αλεξ., "Θέμελης Γιώργος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. Γεράνης Στέλιος, "Θέμελης Γιώργος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ζωή Καρέλλη
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-1998) Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα Διαθέσεις. Το 1937 πρωτοδημοσίευσε ποίημά της (Φετεπουρσικρί) στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες. Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Ο Αιώνας μας, Σημερινά Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Πνευματική Κύπρος, Νέα Πορεία. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλλιοτ. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη ποιητική συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ως το 1981) και της Ακαδημίας Αθηνών (1982). Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, αποτέλεσμα της δημιουργικής αφομοίωσης της ελληνικής (αρχαίας και νέας) και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στο πλαίσια των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας “ανοίκειας” θεματικής και ποιητικής γραφής. Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ζωής Καρέλλη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ζωή Καρέλλη», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιαλουράκης Μανώλης, «Καρέλλη Ζωή», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Καρέλλη Ζωή», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ανδρέας Εμπειρίκος
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπράιλα της Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue. Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί "Περί σουρρεαλισμού" και εκδίδει την "Υψικάμινο", το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο, ενώ αρχίζει την άσκηση της ψυχανάλυσης, την οποία θα διακόψει το 1951. Το 1945 κυκλοφορεί η "Ενδοχώρα" και ακολουθούν τα "Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία", το 1960, και η "Αργώ ή Πλους αεροστάτου" το 1964-65 στο περ. "Πάλι", με περικοπές. Μετά το θάνατό του, το 1980 κυκλοφορεί πλήρης η "Αργώ", η συλλογή "Οκτάνα" καθώς και το θεατρικό έργο του Πικάσσο, "Τα τέσσερα κοριτσάκια" σε μετάφραση του ποιητή. Το 1985 εκδίδεται το "Αι γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες" και το "Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι" (εισαγωγή σ' ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε). Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο "Μέγας Ανατολικός", το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας. Το 1995, για να τιμηθούν τα 20 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, εκδόθηκε μια πλακέτα με το ποίημά του "ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσσία". Το 1997 κυκλοφόρησε το ανέκδοτο πεζό του "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης", που ανήκει στην ενότητα "Τα χαϊμαλιά του έρωτα", όπου ανήκει και η "Αργώ". Το 1999 κυκλοφόρησαν σε ανεξάρτητη έκδοση τα δύο εγκώμια για τον Ν. Εγγονόπουλο: "Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου" και "Διάλεξη 1963". Επίσης το 2001 κυκλοφόρησε και το "Ημερολόγιο" και οι φωτογραφίες του ποιητή από το Ταξίδι στη Ρωσσία τον Δεκέμβριο του 1962 με τον Ο. Ελύτη και τον Γ. Θεοτοκά. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι από τους κύριους εισηγητές της επιστήμης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα με τον Δ. Κουρέτα και τον Γ. Ζαβιτζιάνο, με τη συνεργασία και τη συνδρομή της Μαρίας Βοναπάρτη. Ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική επί δεκαέξι έτη (1935-1951). Τα Ψυχαναλυτικά κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2001. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα, όπου έχουν εκδοθεί και το κείμενο του Έκτορα Κακναβάτου "Για τον Μεγάλο Ανατολικό" καθώς και η μελέτη του Σάββα Μιχαήλ, "Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού" και τα κριτικά μελετήματα του Guy (Michel) Saunier, με τίτλο: "Ανδρέας Εμπειρίκος: Μυθολογία και ποιητική". Το 2001 κηρύχτηκε Έτος Εμπειρίκου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και οργανώθηκαν πολλές τιμητικές εκδηλώσεις (συνέδρια, εκδόσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών κ.λπ.) (πηγή: Εκδόσεις Άγρα)
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903-1996). Ο Γιώργος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεύτερος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας το γένος Δεμερτζή. Είχε πέντε αδέρφια. Μαθήτευσε στην Αστική Σχολή Γευγελής. Μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου η οικογένεια Βαφόπουλου εκπατρίστηκε και ο ποιητής έζησε στην Έδεσσα, το Φανό, τη Γουμένισσα και τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο (1917-1924). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Τότε γνωρίστηκε με την μετέπειτα (1931) σύζυγό του και επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου (που πέθανε το 1935). Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, απαλλάχτηκε όμως από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση, και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1932 διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (την οποία διηύθυνε ως το 1963). Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, αργότερα (1946) δεύτερη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το Μάρτιο του 1951 ταξίδεψε στην Αγγλία με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, για να μελετήσει το σύστημα λειτουργίας των εκεί βιβλιοθηκών. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στις Η.Π.Α. (1957), την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία (1967), στην Ελλάδα (1967, 1968), το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία (1968), την Ιταλία (1969), την Ισπανία (1970), τη Σκανδιναβία (1973), την Κύπρο (1974) και αλλού. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Το 1974 έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. (1964-1967), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966), της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973), επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Βραβείο της πόλεως Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου, βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Βαφόπουλος Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παπαγεωργίου Κώστας, «Βαφόπουλος Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου», Νεά Εατία 143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Νίκος Παππάς
Νίκος Παππάς (1906-1997). Ο Νίκος Παππάς γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Το 1927 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ίδιο χρόνο έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου παρέμεινε ως το 1928. Από το 1939 και για τριάντα χρόνια άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, ενώ εργάστηκε και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1928 με τη δημοσίευση ποιημάτων του στο περιοδικό "Νέα Εστία". Το 1930 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μάταια λόγια". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Ελληνικά Γράμματα", "Το Ξεκίνημα", "Το Νέον κράτος", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Μακεδονικές Ημέρες", "Εφημερίδα των ποιητών", "Επιθεώρηση Τέχνης", και άλλα, όπου δημοσίευσε ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμια. Συνεργάστηκε επίσης με την εφημερίδα "Καθημερινή" (1935-1940). Υπήρξε εκδότης και διευθυντής στο περιοδικό των Τρικάλων "Επαρχία" (1931-1932), μέλος της επιτροπής του περιοδικού της Χαλκίδας "Νεοελληνικά Σημειώματα" (1936), καθώς επίσης των "Νέων Ρυθμών" (1949-1950) και της "Εφημερίδας των ποιητών" (1956-1958). Το 1936 παντρεύτηκε την ποιήτρια Ρίτα Μπούμη. Τιμήθηκε με το Α΄ και το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1959 και 1964 αντίστοιχα) και υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Μετέφρασε έργα των Μπρεχτ, Ρίλκε, Απολλιναίρ και άλλων, ενώ έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά και ιταλικά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Παππά βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νίκος Παππάς", στο "Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου", σ.218-220 (της εισαγωγής) και 370-372, Αθήνα, Σοκόλης, 1979 και Δημήτρης Γιάκος, "Παππάς Νίκος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 11, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ρίτα Μπούμη - Παπά
Η Ρίτα Μπούμη-Παπά (1906-1984) γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori. Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η "Νέα Εστία", το "Νέον Κράτος", οι "Νέοι Ρυθμοί" και εφημερίδες όπως η "Αλλαγή", η "Μάχη", η "Αυγή" (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού "Ιόνιος Ανθολογία" (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών "Εφημερίδα των ποιητών" (1956-1958) και "Κυκλάδες" (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της "Μικρέ μου αλήτη" στη "Νέα Εστία", ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη "Διάπλαση των Παίδων" (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη-Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά βλ. Δημήτρης Γιάκος, "Μπούμη-Παπά, Ρίτα", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Αλέξανδρος Αργυρίου, "Ρίτα Μπούμη-Παπά", στο "Η ελληνική ποίηση· νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου", Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Αλέξης Ζήρας, "Μπούμη-Παπά Ρίτα", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 7, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, και Αλέξης Ζήρας, "Μπούμη-Παπά, Ρίτα", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δημήτριος Ι. Αντωνίου
Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ (1906-1994) Ο Δημήτριος Αντωνίου γεννήθηκε στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης και καταγόταν από μεγάλη ναυτιλιακή οικογένεια της Κάσου. Πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρά του και στο Σουέζ και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του το 1912. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε παράλληλα με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ερασιτεχνικά με την ορυκτολογία, τη βοτανική, την εντομολογία, τη ζωολογία, τη μουσική. Από το 1928 ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στην εμπορική ναυτιλία και έφτασε ως το βαθμό του πλοιάρχου. Συνταξιοδοτήθηκε το 1968. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αντιτορπιλικό Κείος. Νέος μπήκε στον κύκλο του Παλαμά και γνωρίστηκε με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη και τους άλλους λογοτέχνες της λεγόμενης γενιάς του Τριάντα, με τους οποίους συμπορεύτηκε στην ανανέωση του ελληνικού ποιητικού λόγου. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1936 από τις σελίδες των "Νέων Γραμμάτων" με τη δημοσίευση ποιημάτων που κρίθηκαν ευνοϊκά από το Γιώργο Σεφέρη. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές ("Ποιήματα", "Ινδίες" [Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1967], "Χάι-Κάι και Τάνκα" [Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1972]), ενώ πολλά έργα του (ποιήματα, λογοτεχνικά δοκίμια, μεταφράσεις) βρίσκονται δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δ. Ι. Αντωνίου βλ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, "Αντωνίου Δημήτριος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 2, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Αλέξανδρος Αργυρίου, "Δ.Ι. Αντωνίου", στο "Η ελληνική ποίηση· νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου" [σ.200-201 (της εισαγωγής) και 298 (της ανθολογίας)], Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη, 1979, "Αντωνίου Δημήτριος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 1, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, και Αλέξης Ζήρας, "Αντωνίου Δημήτριος Ι.", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Αλέξανδρος Μπάρας
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου, 1906-1990) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό "Αλεξανδρινά Γράμματα" του ποιήματος "Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα", που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Συνθέσεις". Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Ρυθμός", "Νέα Εστία", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Πειραϊκά Γράμματα", "Ποιητική Τέχνη", "Τέχνη", "Πυρσός", κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Ορχάν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Μπάρα βλ. Μανώλης Γιαλουράκης , "Μπάρας Αλέξανδρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γουνελάς Δ., "Μπάρας Αλέξανδρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Κώστας Στεργιόπουλος (επιμέλεια), "Αλέξανδρος Μπάρας", στο "Η ελληνική ποίηση· ανθολογία - γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σελ. 482-485, Τάσος Κόρφης, "Ματιές στο λογοτεχνία του μεσοπολέμου", Αθήνα, Πρόσπερος, 1991, Γ, Βέης (επιμ.) "Αλέξανδρος Μπάρας", Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2004, και Δώρα Μέντη, "Μπάρας Αλέξανδρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σελ. 1486. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιώργος Σαραντάρης
Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του Δημήτρη Σαραντάρη και της Μαλθίντας το γένος Σωτηρίου, καταγόμενων από το Λεωνίδι της Κυνουρίας. Από το 1912 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολώνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940 στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1941. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας έκανε το 1933 μέσα απ’ τις σελίδες του περιοδικού "Νέα Ζωή" με το διήγημα "Μάρθας βίος", με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος του γαλλικού αντι-μυθιστορήματος (antiroman). Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή "Οι αγάπες του χρόνου". Ακολούθησαν τα "Ουράνια" (1934) και τα "Αστέρια" (1935) και πολλά ακόμη ποιήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά "Νέα Γράμματα", "Νέα Εστία", "Κύκλος", και "Μακεδονικές Ημέρες" (Θεσσαλονίκης). Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν η "Στους φίλους μιας άλλης χαράς", δημοσιευμένη στις αρχές του 1940, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το Μήτσο Παπανικολάου. Ο Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου και ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας. Ο φιλοσοφικός του στοχασμός κινήθηκε στα πλαίσια της αναζήτησης του απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και γλωσσικής έκφρασης. Επιδράσεις δέχτηκε μεταξύ άλλων δέχτηκε από τη σκέψη των Ουνγκαρέττι, Νίτσε, Κίρκεγκωρ, Ντοστογιέφσκι, Σεστώφ και Μπερντιάγιεφ. Ασχολήθηκε επίσης με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις ποιητικές μεταφράσεις. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Σαραντάρη βλ. Τάσος Κόρφης, "Σαραντάρης Γιώργος", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 12, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Γιώργος Γ. Μαρινάκης, "Εισαγωγή" στο "Γιώργος Σαραντάρης: Ποιήματα", τ. Α΄- Δ΄ (παρουσίαση, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια & σημειώσεις: Γιώργος Γ. Μαρινάκης), Αθήνα, Gutenberg, 1987, Αλέξης Ζήρας, "Σαραντάρης Γιώργος" στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Αλέξης Ζήρας, "Σαραντάρης Γιώργος" στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Νικόλαος Κάλας
Νκόλαος Καλαμάρης (1907-1988). Ο Nicolas Calas (γνωστός και με τα ψευδώνυμα Νικήτας Ράντος και Μ. Σπιέρος) γεννήθηκε στη Λωζάνη. Σε βρεφική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου έζησε ως το 1934 και σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς, όπου γνωρίστηκε με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Ηλία Τσιριμώκο και άλλα μέλη του "Εκπαιδευτικού Ομίλου", στα χνάρια του Δημήτρη Γληνού. Στη συνέχεια μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι (από το 1937 και για δύο χρόνια έμεινε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα) και από το 1939 και για ένα χρόνο έμεινε στη Λισσαβόνα. Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με τα τότε πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδιαίτερα με το σουρεαλισμό. Το 1942 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε εθελοντικά στο Office of war information και το 1945 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Columbia, ως συνεργάτης στο πρόγραμμα "Research in Contemporary Cultures" και στο Πανεπιστήμιο Fairleigh Dickinson του New Jersey, όπου κατείχε τη θέση του Associate Professor of Art. Στην Ελλάδα επέστρεψε για λίγο στη δεκαετία του 1960, οπότε συνεργάστηκε με το περιοδικό "Πάλι", έφυγε και επέστρεψε μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής επίσκεψής του έδωσε διαλέξεις και συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Χνάρι" και "Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα", με τα οποία συνεργαζόταν ο φίλος του Μιχάλης Ράπτης (Pablo). Λίγο αργότερα επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με δημοσιεύσεις άρθρων στα περιοδικά "Φοιτητική Συντροφιά", "Νουμάς" και "Πειθαρχία". Το 1932 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή που είχε τίτλο "Ποιήματα". Ενδεικτικές των επιρροών του από τα ρεύματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, του ρωσικού φουτουρισμού και του υπερρεαλισμού είναι οι ποιητικές πλακέτες "Ποιητικά τετράδια" που κυκλοφόρησε το 1936. Μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη ο Κάλας υπήρξε πρώτος μεταφραστής του Τόμας Έλιοτ στα ελληνικά. Ο θεωρητικός προβληματισμός του Κάλας ξεκίνησε από το χώρο του ορθόδοξου μαρξισμού για να οδηγηθεί σταδιακά σε μια εκλεκτικότερη θεώρηση του σοσιαλισμού με επιρροές από τη θεωρία της ψυχανάλυσης του Freud. Αντιπροσωπευτικό του στοχασμού του είναι το δοκίμιο "Foyers d’ incendie", εκδομένο στο Παρίσι το 1938. Εδώ πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Nicolas Calas, με το οποίο συνεργάστηκε με τα έντυπα "View", "Possibilities", "Tiger’s eye", "Art News", "Art International", "Arts Magazine", "Art in America", "Art Forum", "XX Siecle", "Colloquio", και άλλα. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης το 1977, για τη συλλογή "Οδός Νικήτα Ράντου". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικόλα Κάλας βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Ράντος Νικήτας", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Αργυρίου, Αλέξανδρος, "Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών". Αθήνα, Γνώση, 1983 και Σαρρής, Κύριλλος "Πρόλογος για το Νικόλα Κάλας" στον τόμο "Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης και άλλα δοκίμια του Νικόλα Κάλας"· μτφ. Ανδρέας Παππάς. Αθήνα, Άγρα, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Μετάφραση: · Kimon Friar
Kimon Friar
Ο Κίμων Φράιερ (Kimon Friar, 1911-1993), υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Αμερικανούς νεοελληνιστές της μεταπολεμικής περιόδου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κίμων Καλογερόπουλος. Γεννήθηκε στην Καλάλιμνο της Προποντίδας (Μ. Ασία) και σε νεαρή ηλικία μετοίκησε στην Αμερική. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, καθώς και στα Πανεπιστήμια Γέιλ και Ουισκόνσιν. Διατέλεσε καθηγητής στο Αντέλφι Κόλετζ, στο Άμχερστ Κόλετζ και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ υπήρξε επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια και ιδρύματα στην Αμερική και την Ελλάδα. Με το μεταφραστικό του έργο, στο οποίο ανήκουν η "Οδύσεια" του Νίκου Καζαντζάκη και πλήθος ποιητικών έργων κορυφαίων Ελλήνων ποιητών (Καβάφης, Ελύτης, Ρίτσος, Σαχτούρης, κ.ά.), συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό. Το 1975 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την προσφορά του. Tο 1977 του απονεμήθηκε το βραβείο της Επιτροπής Ουράνη για τη διάδοση της νεότερης ελληνικής ποίησης στο εξωτερικό. Πέθανε στις 26 Μαΐου 1993. Το Αμερικανικό Κολλέγιο της Αθήνας, Deree, έχει καθιερώσει τις ομώνυμες ετήσιες διεθνείς διαλέξεις στη μνήμη του.
Ανθολογία: · Kimon Friar
Kimon Friar
Ο Κίμων Φράιερ (Kimon Friar, 1911-1993), υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Αμερικανούς νεοελληνιστές της μεταπολεμικής περιόδου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κίμων Καλογερόπουλος. Γεννήθηκε στην Καλάλιμνο της Προποντίδας (Μ. Ασία) και σε νεαρή ηλικία μετοίκησε στην Αμερική. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, καθώς και στα Πανεπιστήμια Γέιλ και Ουισκόνσιν. Διατέλεσε καθηγητής στο Αντέλφι Κόλετζ, στο Άμχερστ Κόλετζ και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ υπήρξε επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια και ιδρύματα στην Αμερική και την Ελλάδα. Με το μεταφραστικό του έργο, στο οποίο ανήκουν η "Οδύσεια" του Νίκου Καζαντζάκη και πλήθος ποιητικών έργων κορυφαίων Ελλήνων ποιητών (Καβάφης, Ελύτης, Ρίτσος, Σαχτούρης, κ.ά.), συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό. Το 1975 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την προσφορά του. Tο 1977 του απονεμήθηκε το βραβείο της Επιτροπής Ουράνη για τη διάδοση της νεότερης ελληνικής ποίησης στο εξωτερικό. Πέθανε στις 26 Μαΐου 1993. Το Αμερικανικό Κολλέγιο της Αθήνας, Deree, έχει καθιερώσει τις ομώνυμες ετήσιες διεθνείς διαλέξεις στη μνήμη του.
Έκδοση: 1999 από "Ευσταθιάδης Group"
Σελ.:319 (18χ12), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-226-243-5
Θέμα: "Νεοελληνική ποίηση - Συλλογές - Μεταφράσεις στα αγγλικά"
- Περιγραφή
- Άλλοι τίτλοι από Νικόλαος Κάλας
Νικόλαος Κάλας
Kálas, NikólaosΝκόλαος Καλαμάρης (1907-1988). Ο Nicolas Calas (γνωστός και με τα ψευδώνυμα Νικήτας Ράντος και Μ. Σπιέρος) γεννήθηκε στη Λωζάνη. Σε βρεφική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου έζησε ως το 1934 και σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς, όπου γνωρίστηκε με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Ηλία Τσιριμώκο και άλλα μέλη του "Εκπαιδευτικού Ομίλου", στα χνάρια του Δημήτρη Γληνού. Στη συνέχεια μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι (από το 1937 και για δύο χρόνια έμεινε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα) και από το 1939 και για ένα χρόνο έμεινε στη Λισσαβόνα. Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με τα τότε πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδιαίτερα με το σουρεαλισμό. Το 1942 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε εθελοντικά στο Office of war information και το 1945 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Columbia, ως συνεργάτης στο πρόγραμμα "Research in Contemporary Cultures" και στο Πανεπιστήμιο Fairleigh Dickinson του New Jersey, όπου κατείχε τη θέση του Associate Professor of Art. Στην Ελλάδα επέστρεψε για λίγο στη δεκαετία του 1960, οπότε συνεργάστηκε με το περιοδικό "Πάλι", έφυγε και επέστρεψε μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής επίσκεψής του έδωσε διαλέξεις και συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Χνάρι" και "Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα", με τα οποία συνεργαζόταν ο φίλος του Μιχάλης Ράπτης (Pablo). Λίγο αργότερα επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με δημοσιεύσεις άρθρων στα περιοδικά "Φοιτητική Συντροφιά", "Νουμάς" και "Πειθαρχία". Το 1932 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή που είχε τίτλο "Ποιήματα". Ενδεικτικές των επιρροών του από τα ρεύματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, του ρωσικού φουτουρισμού και του υπερρεαλισμού είναι οι ποιητικές πλακέτες "Ποιητικά τετράδια" που κυκλοφόρησε το 1936. Μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη ο Κάλας υπήρξε πρώτος μεταφραστής του Τόμας Έλιοτ στα ελληνικά. Ο θεωρητικός προβληματισμός του Κάλας ξεκίνησε από το χώρο του ορθόδοξου μαρξισμού για να οδηγηθεί σταδιακά σε μια εκλεκτικότερη θεώρηση του σοσιαλισμού με επιρροές από τη θεωρία της ψυχανάλυσης του Freud. Αντιπροσωπευτικό του στοχασμού του είναι το δοκίμιο "Foyers d’ incendie", εκδομένο στο Παρίσι το 1938. Εδώ πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Nicolas Calas, με το οποίο συνεργάστηκε με τα έντυπα "View", "Possibilities", "Tiger’s eye", "Art News", "Art International", "Arts Magazine", "Art in America", "Art Forum", "XX Siecle", "Colloquio", και άλλα. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης το 1977, για τη συλλογή "Οδός Νικήτα Ράντου". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικόλα Κάλας βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Ράντος Νικήτας", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Αργυρίου, Αλέξανδρος, "Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών". Αθήνα, Γνώση, 1983 και Σαρρής, Κύριλλος "Πρόλογος για το Νικόλα Κάλας" στον τόμο "Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης και άλλα δοκίμια του Νικόλα Κάλας"· μτφ. Ανδρέας Παππάς. Αθήνα, Άγρα, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Μη διαθέσιμη
(2016) Υπερρεαλισμός και η δημιουργία της Ιστορίας, Άγρα
(2013) Ο κύκλος: Φύλλα του λόγου και της τέχνης, Οδός Πανός
(2012) Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2012) Νικόλαος Κάλας: Βίος και πολιτεία, Ύψιλον
(2008) Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, Μεταίχμιο
(2008) Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, Μεταίχμιο
(2007) Όταν οι άγγελοι περπατούν, Μεταίχμιο
(2003) Greece in Poetry, Libro
(2002) Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, Ύψιλον
(2002) Μια πολιτική αλληλογραφία 1967-1984, Άγρα
(1998) Γραφή και φως, Ίκαρος
(1997) Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης και άλλα δοκίμια, Άγρα
(1997) Εστίες πυρκαγιάς, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(1997) Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος
(1989) Γιώργος Θεοτοκάς, Νικόλας Κάλας: Μια αλληλογραφία, Πρόσπερος
(1982) Κείμενα ποιητικής και αισθητικής, Πλέθρον