Manousákis, Giórgos
O ζωγράφος, χαράκτης, επιμελητής εκδόσεων, συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός τέχνης Γιώργος Μανουσάκης, γεννήθηκε το 1914 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Αρχισε από πολύ μικρός να ζωγραφίζει, καθώς είχε στη διάθεσή του χρώματα ζωγραφικής από το μαγαζί του εμπόρου πατέρα του (μαγαζί που αποτέλεσε το θέμα ενός αντιπροσωπευτικού νεανικού του έργου με λάδι, το 1935). Ερχόμενος στην Αθήνα, γράφεται στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1934). Λίγο αργότερα εγκαταλείπει τη Φυσικομαθηματική και αφοσιώνεται στην ΑΣΚΤ, μαθητεύοντας δίπλα στους Ουμβέρτο Αργυρό, Κωνσταντίνο Παρθένη (ζωγραφική) και Γιώργο Κεφαλληνό (χαρακτική και τέχνη βιβλίου). Όπως γράφει ο καλλιτέχνης, "περισσότερα όμως από τους καθηγητές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών νομίζω ότι οφείλω στο περιβάλλον της Σχολής, στους συναδέλφους μου, με τους οποίους ανταλλάσσαμε σκέψεις και ιδέες γύρω από τα σύγχρονα ρεύματα της ζωγραφικής, με τα οποία βρέθηκα αντιμέτωπος τότε". Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, στα οποία ο Μανουσάκης ασχολείται με τη χαρακτική και, όπως σημειώνει ο Θ. Κωνσταντινίδης, "παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, δημιουργώντας ξυλογραφίες -ανάμεσα σ' αυτές και η εικονίζουσα την ΕΑΜική διαδήλωση στις 25 Μαρτίου 1942 στο Σύνταγμα και την επίθεση με σπαθιές των έφιππων Ιταλών καραμπινιέρων εναντίον των διαδηλωτών...". Δυστυχώς, το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργίας του Μανουσάκη, εκείνων των χρόνων, έχει χαθεί ή έχει καταστραφεί. Μετά τον πόλεμο συνεχίζει στην ίδια θεματική και τεχνοτροπία της παραστατικής ζωγραφικής και της αγάπης των απλών πραγμάτων. Κατορθώνει με τη λεπτομερειακή απόδοση και τη ρεαλιστική απεικόνισή τους να αφουγκραστεί και διακριτικά να υπαινιχθεί την ιστορία τους. Στα χρόνια του '60 ταξιδεύει στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου έρχεται σε επαφή με κινήματα της μοντέρνας τέχνης, από τα οποία επηρεάστηκε μόνο για λίγο καιρό. Πειραματίστηκε στις μοντέρνες καλλιτεχνικές τάσεις, αλλά γρήγορα επανήλθε στην παραστατική ζωγραφική των αγαπημένων του λαϊκών καφενείων με τα στρογγυλά σιδερένια τραπέζια και τους μπουφέδες, των υπαίθριων μανάβικων, των παλιών αντικειμένων κ.α. "Σιγά σιγά", σημείωνε ο ίδιος, "άρχισα να βρίσκω κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο στη ζωγραφική μου, που βρισκόταν έξω από τη ζωγραφική. Όσο περισσότερο δενόμουνα με τα πράγματα που αγαπούσα, τόσο περισσότερο ένιωθα ελεύθερος και μπορούσα εύκολα να ξεχωρίσω το ουσιαστικό στη ζωή από το εφήμερο και το περιστασιακό. Σχεδίαζα, ζωγράφιζα, φωτογράφιζα, έκανα κινηματογράφο, αλλά προπαντός μάθαινα. Μάθαινα όλο και περισσότερα πράγματα και όταν γύριζα πίσω στην Αθήνα από τα ταξίδια μου ένιωθα πλουσιότερος". Ένα τυχαίο γεγονός φέρνει τον Μανουσάκη στην Εμπορική Τράπεζα, όπου για σχεδόν είκοσι χρόνια διατελεί καλλιτεχνικός επιμελητής των εκδόσεών της. "... Εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τους θησαυρούς της ελληνικής τέχνης, οι οποίοι αποτελούσαν το αντικείμενο των ημερολογίων και εκδόσεών της", γράφει. Ο Γ. Μανουσάκης ασχολήθηκε με επιτυχία και με την υδατογραφία, ζωγραφίζοντας έργα μικρών διαστάσεων σε φωτεινούς τόνους, με τα αγαπημένα θέματά του: σπίτια, μαγαζιά, καφενεία, ταβέρνες κ.ά. Σχεδίαζε επίσης στις προσφυγικές γειτονιές, όπως στην Καισαριανή, με τη λιτότητα της απλής, αλλά εκφραστικής γραμμής. "Τα νησιά", "Τα προσφυγικά", "Τα πέριξ" αποτελούν, σύμφωνα με τον Θ. Κωνσταντινίδη, "τριλογία ωραίων προλόγων σε ωραία σχέδια, τυπωμένα κατά ενότητες χωριστά, όταν είχαν εκτεθεί στην "Ωρα" του Ασαντούρ Μπαχαριάν, το 1987". Τα περισσότερα σχέδια έγιναν στη δεκαετία του '50, μερικά στη δεκαετία του '80 και ελάχιστα στη δεκαετία του '40. "Τώρα που ο κύκλος κλείνει", σημείωνε ο καλλιτέχνης, "όταν μιλάω για τη ζωγραφική μου, διαπιστώνω ότι το τέλος βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή... Η ζωγραφική είναι ένα εικαστικό γεγονός και μιλάει τη δική της γλώσσα, τη σιωπηλή... Η σιωπηλή γλώσσα της ζωγραφικής δε μεταφράζεται σε καμιά άλλη γλώσσα, πλην αυτής που μιλάει η ίδια η ζωγραφική". "Τα χρόνια όλο και μαζεύονται πίσω μου και τα μαλλιά μου όλο και ασπρίζουν, κατά βάθος όμως αισθάνομαι ακόμη σαν παιδί. Οσάκις δοκίμασα να σοβαρευτώ στη ζωγραφική, πάντα έκανα λάθη. Αυτό το αντιλαμβανόμουν γρήγορα και ξαναγύρισα στο δρόμο όπου είχα ταχθεί. Δε θέλω ν' αναφερθώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά η ζωγραφική για μένα ήταν ανέκαθεν κάτι σαν παιχνίδι, αλλά παιχνίδι σοβαρό, όχι σοβαροφανές". Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 2003, σε ηλικία 89 ετών.