*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 11,10 €
Ξενάγηση στη Μαρία Π. Ράλλη
Συγγραφή: · Μαρία Π. Ράλλη
Μαρία Π. Ράλλη
Η Μαρία Ράλλη γεννήθηκε στον Πειραιά το 1902, κόρη του Βασίλειου Κωνσταντόπουλου, μεγαλοβιομήχανου με καταγωγή από το Άργος. Ήταν αδερφή της ηθοποιού Κατίνας Παξινού και της μουσικού Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου. Το επώνυμο Ράλλη απέκτησε από τον γάμο της με τον πολιτικό Περικλή Ράλλη. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1932 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής της "Γυναικεία λόγια". Ακολούθησαν άλλες ποιητικές συλλογές, καθώς επίσης μυθιστορήματα, διηγήματα και ταξιδιωτικά κείμενα. Πήρε μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια και πραγματοποίησε διαλέξεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενώ διετέλεσε γενική γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο πεζογραφίας (1965 για τη συλλογή διηγημάτων "Από το ένα στο άλλο". Πέθανε στην Αθήνα το 1976.
Παναγιώτης Κ. Κανελλόπουλος
Παναγιώτης Κ. Κανελλόπουλος (1902-1986). Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα, γιος του φαρμακοποιού Κανέλλου Κανελλόπουλου και της Αμαλίας Γούναρη. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό τον Αναστάσιο και μια μικρότερη αδερφή τη Μαρία. Φοίτησε στο α’ Γυμνάσιο Πατρών και σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών (1919-1920), τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (1920-1923, οπότε αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Δικαίου) και τη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Μονάχου (1923). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε ένα χρόνο αργότερα με το βαθμό του τυφεκιοφόρου. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών (το 1925 μετά από δημοσίευση της πρώτης κοινωνιολογικής του πραγματείας στο Αρχείο των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Δ.Καλλιτσουνάκη και με πρόταση του τελευταίου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Αριστοτέλη Σιδέρη), γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη (1926), υφηγητής (1929) και καθηγητής (1933) Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1929 πήρε μέρος (από κοινού με τους Κων/νο Τσάτσο και Μ.Τσαμαδό) στην ίδρυση και σύνταξη του περιοδικού Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών. Το 1935 παντρεύτηκε τη Θεανώ Πουλικάκου. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σειρά άρθρων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στην εφημερίδα Ακρόπολις, απομακρύνθηκε από το πανεπιστήμιο μετά από άρνησή του να ορκιστεί πίστη στο βασιλιά και ίδρυσε το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα, με το οποίο εισηγήθηκε την υπερνίκηση του εθνικού διχασμού και πήρε μέρος στις εκλογές του 1926 χωρίς επιτυχία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κύθνο, τη Θάσο και την Κάρυστο, ως το 1940. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου κατατάχτηκε εθελοντικά και υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή (Πόγραδετς - Κορυτσά). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής διώχτηκε για αντιστασιακή δράση και κατέφυγε στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας. Διετέλεσε αντιπρόεδρος και υπουργός εθνικής άμυνας της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού, θέση από την οποία αγωνίστηκε υπέρ του ελληνικού αγώνα. Πήρε μέρος στο διεθνές συνέδριο του Λίβανο (1944) και υπήρξε υπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ανέλαβε γενναίες πρωτοβουλίες για την αποσόβηση των σφαγών. Ως το 1967 συνέχισε την πολιτική του δραστηριότητα καταλαμβάνοντας υπουργικά και βουλευτικά αξιώματα σε πολλές κυβερνήσεις, ενώ διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας από την 1η ως τις 22 Νοεμβρίου του 1945. Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. την περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1950 και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1959, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπέγραψε ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης τη συμφωνία ένταξης της χώρας στην Ε.Ο.Κ. τον Ιούλιο του 1961. Υπήρξε επίσης αρχηγός του κόμματος της Ε.Ρ.Ε. και λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου σχημάτισε κυβέρνηση με στόχο τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εναντιώθηκε στο καθεστώς των συνταγματαρχών . Στην πολιτική επέστρεψε ως ανεξάρτητος βουλευτής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981 και με το κύρος του επιβλήθηκε ως υπερκομματικά αξιοσέβαστο πρόσωπο. Στο χώρο των γραμμάτων είναι γνωστός κυρίως για το πολύτομο ιστορικό έργο του Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη φιλοσοφία και το κοινωνιολογικό και επιστημονικό δοκίμιο. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1957 για το Γεννήθηκα στο 1402) και το Μετάλλιο Γκαίτε (1982) και το 1979 εκλέχτηκε ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών. Εξέδωσε και δημοσίευσε μελέτες στο εξωτερικό (κυρίως στη Γερμανία) και έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα από καρδιακή ανακοπή. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1918 με δημοσίευση ποιήματός του στο Νουμά. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ρυθμοί στα κύματα. Ως το 1955 εξέδωσε τρεις ακόμη συλλογές. Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με την πεζογραφία (εξέδωσε στο Μόναχο το μυθιστόρημα Η λυτρωμένη από το σόι που χάθηκε) και τη θεατρική γραφή (με το ιστορικό δράμα Όλιβερ Κρόμβελ). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου βλ. Δεσποτόπουλος Κ.Ι., «Κανελλόπουλος Παναγιώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Χατζηφώτης Ι.Μ., «Κανελλόπουλος Παναγιώτης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και «Βιοχρονολόγιο-Εργογραφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 140, Χριστούγεννα 1996, αρ.1667, σ.3-11. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιάννης Ρίτσος
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990). Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Είχε τρία αδέρφια. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μανώλης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη "Διάπλαση των Παίδων" με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Το 1925 ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι ο Ρίτσος εργάστηκε στην Αθήνα, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 αρρώστησε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Το Γενάρη του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) · πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, που βγήκε το 1939. Το 1933 συνεργάστηκε με το περιοδικό της Αριστεράς Πρωτοπόροι και δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια (θίασοι Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Μακέδου). Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του "Ριζοσπάστη" -όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ- και των "Ελεύθερων Γραμμάτων" (1945). Το 1934 προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε.. Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλήφθηκε στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή, συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Έρη. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο, το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ πως ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Biennale του Knokk - le - zont στο Βέλγιο (1972), το Διεθνές Βραβείο Δημητρώφ στη Σόφια (1975), το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης Alfred de Vigny, το βραβείο Λένιν (1977), το Διεθνές Βραβείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης (1979), το βραβείο Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης του ΟΗΕ, το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων (1987), το Μετάλλιο Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη (1989), τον Μεγάλο Αστέρα της Φιλίας των Λαών (Γ. Λ. Δ.), το μετάλλιο Ζολιό - Κιουρί (1990). Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1937) και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της Ο. Δ. Γ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπίρμιγχαμ (1978), Karl Marx της Λειψίας (1984), της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1987). Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου στάθηκε η στράτευσή της στην υπηρεσία του ανθρωπισμού, της αγάπης και της ελληνικότητας. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης πνευματικής πορείας του ο Ρίτσος πέρασε γρήγορα από το χώρο του νεορομαντισμού-νεοσυμβολισμού του μεσοπολέμου στην πολιτικά στρατευμένη υπέρ του κομμουνισμού τέχνη, στα πλαίσια της οποίας διαμόρφωσε μια γνήσια λυρική γραφή και πρόβαλε την κοσμοθεωρία του, παραμένοντας σ' όλη τη ζωή του ένας εξαιρετικά ευαίσθητος δέκτης των συνεπειών των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και σ' όλο τον κόσμο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Ρίτσου βλ. Βελουδής Γ., "Ρίτσος Γιάννης", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Αγγελική Κώττη, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Νέα Εστία", τχ. 130, Χριστούγεννα 1991, αρ. 1547, σ. 4-9, Θοδωρής Πετρόπουλος, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 205, 21/12/1988, σ. 34-46, Γιάννης Η. Παππάς, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Ελί-τροχος", τχ. 4-5, Χειμώνας 1994-1995, σ. 15-31, Αγγελική Κώττη, "Γιάννης Ρίτσος: ένα σχεδίασμα βιογραφίας", Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997, και Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα & Γιώργης Γιατρομανωλάκης, "Γιάννης Ρίτσος 1909-1990: εκατό χρόνια από τη γέννησή του", Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αθήνα, 2010. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Νικόλαος Κ. Λούρος
Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης
Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης (1904-1995). Ο Θανάσης Πετσάλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν γιατρός και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου παράλληλα σπούδασε και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ταξίδεψε στην Ευρώπη για σπουδές (1920-1924) και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου (1924-1928). Το 1928 διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εργάστηκε στο τμήμα μελετών και στο δικαστικό τμήμα ως το 1946. Το 1932 πολιτεύτηκε με το κόμμα του Γ.Καφαντάρη. Το 1941 παντρεύτηκε την Αιμιλία Γεωργίου Τριλίβα - με την οποία απέκτησε ένα γιο το Νίκο - και το 1952 σε δεύτερο γάμο την Ελισσάβετ Κωστακοπούλου, με την οποία απέκτησε τον δεύτερο γιο του Αλέξανδρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και το 1925 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα, με έντονες επιρροές από το χώρο του γαλλικού νατουραλισμού και του αισθητισμού. Ακολούθησε μια συνειδητή στροφή του προς το είδος του αστικού μυθιστορήματος, ενταγμένου στα πλαίσια της λεγόμενης μυθιστορηματικής τοιχογραφίας, μιας κατά το δυνατό αντικειμενικής θεώρησης της κοινωνικής ζωής και αληθοφανούς αναπαράστασής της, εντάσσοντας τα μυθιστορήματά του σε μεγαλύτερες, χρονικά διαδοχικές ενότητες. Για το λογοτεχνικό του έργο τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1950 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1956 και 1963). Το 1948 αναγορεύτηκε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών (θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1950), το 1977 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1994 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και αγγλικά. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Θανάση Πετσάλη Διομήδη βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Πετσάλης - Διομήδης Θανάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Ζήρας Αλεξ., «Πετσάλης - Διομήδης Θανάσης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄, σ.156-188. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Πικραμένου Μίτση, «Βιοχρονολόγιο Θανάση Πετσάλη- Διομήδη, Νέα Εστία 138, Χριστούγεννα 1995, ετ.ΞΘ’, αρ.1643, σ.2-6. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Διαλεχτή Ζευγώλη - Γλέζου
Πέτρος Γλέζος
Πέτρος Γλέζος (1902-1996). Ο Πέτρος Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου, γιος του κτηματία Δημήτρη Γλέζου, ο οποίος πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν εννιά ετών, και της Καλλιόπης Ζευγώλη. Είχε εφτά αδέρφια. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη χώρα της Νάξου και -μετά το θάνατο του πατέρα του- στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του. Τέλειωσε το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργάστηκε ως αντιγραφέας σε δικηγορικό γραφείο, ως διορθωτής στην Καθημερινή του Γεωργίου Βλάχου και τα Χρονικά του Κώστα Κοτζιά και ως υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως δικηγόρος και ως υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας. Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας και της επαρχίας, κυρίως με τη Νέα Εστία, το Βήμα και την Ελευθερία. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1977 για τη συλλογή διηγημάτων Τα θαμπά μάτια) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986 για τη συλλογή διηγημάτων Τα απομνημονεύματα ενός κυρίου). Από το 1980 και για σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και δανέζικα. Πέθανε στην Αθήνα το 1996, την ίδια χρονιά με τη σύζυγο και δια βίου σύντροφό του, την ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1920 με τη δημοσίευση του ποιήματος Απριλιάτικη νύχτα στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Την ίδια περίοδο έδωσε μια διάλεξη με τίτλο Ελληνικό Φως, για την οποία βραβεύτηκε από την Περιηγητική Λέσχη και το 1936 δημοσίευσε το διήγημα Οικογένεια στο περιοδικό Νέα Εστία και με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλμάς, το οποίο διατήρησε ως το 1949. Παρά το μακρόχρονο της ζωής του και τον πλούτο των εμπειριών του, ο Πέτρος Γλέζος, που βίωσε τα ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν τον ελλαδικό χώρο, από τη μικρασιατική καταστροφή ως τη δικτατορία του ’67 και τη μεταπολίτευση, σπάνια και μόνο υπαινικτικά αναφέρεται στον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο τον ηρώων των έργων του. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι να μεταδώσει την υπαρξιακή τους αγωνία, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την πίεση των εξωτερικών γεγονότων και στην οποία υποτάσσονται σιωπηλά, με κάποια πικρία ίσως αλλά χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από χαμηλών τόνων ευαισθησία, έμφαση στη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και νοσταλγία για το παρελθόν που χάνεται. Γενικότερα το έργο του Πέτρου Γλέζου αν και στο μεγαλύτερο μέρος του τοποθετείται χρονικά στη μεταπολεμική περίοδο της ελληνικής πεζογραφίας, συνεχίζει μάλλον την παράδοση της ελληνικής ψυχογραφικής ηθογραφίας που ξεκίνησε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα με κορυφαίους εκπροσώπους τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συνεχίστηκε με συγγραφείς όπως ο Παύλος Νιρβάνας ή ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Γλέζου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γλέζος Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μενδράκος Τάκης, «Πέτρος Γλέζος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.160-174. Αθήνα, Σοκόλης, 1992 και .χ.σ., «Γλέζος Πέτρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Νίκος Πορφυρογένης
Μιχάλης Γ. Μερακλής
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφος και φιλόλογος Μ. Γ. Μερακλής γεννήθηκε το 1932 στην Καλαμάτα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Γοτίγγης της Γερμανίας, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Το 1975 εξελέγη τακτικός καθηγητής λαογραφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του οποίου διετέλεσε και πρύτανης (1981-1982). Στο χρονικό διάστημα 1990-1999 δίδαξε το ίδιο αντικείμενο στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ύστερα από μετάκληση. Είναι προεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και χρημάτισε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει βιβλία αναφερόμενα στη λαογραφία και τη (νεοελληνική κατεξοχήν) φιλολογία και έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα σχετικά με τα δύο αυτά αντικείμενα.
Γιάννης Νεγρεπόντης
Ο Γιάννης Νεγρεπόντης γεννήθηκε στη Λάρισα, το 1930. Σπούδασε Ιστορία-αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστη μίου Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Υπήρξε αριστερός. Την 21η Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και εξορίζεται για τρία χρόνια, στη Γυάρο και τη Λέρο. Καταπιάστηκε και διακρίθηκε σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, τραγούδι, κριτική, δοκίμιο, χρονογράφημα, σάτιρα, ευθυμογράφημα, παιδικά, ραδιοφωνικό σχόλιο. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας διήγημά του στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, που εξέδιδε ο Σπύρος Μελάς, με το ψευδώνυμο Γ. Νικολάου. Τραγούδια του έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Λεοντής, Λίνος Κόκκοτος και άλλοι. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1991.
Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος
Θεόφιλος Φραγκόπουλος (1923 - 1998). Ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος στρατιωτικός και η μητέρα του καταγόταν από τις οικογένειες Θεοτόκη και Πολυλά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τουριστικές και οικονομικές επιστήμες στο Surrey University της Αγγλίας. Γνώστης πολλών ξένων γλωσσών ταξίδεψε σε πολλές χώρες του εξωτερικού, όπως στο Λίβανο και την Τυνησία, όπου εργάστηκε ως τραπεζιτικός υπάλληλος και ως διευθυντής ναυτιλιακής εταιρείας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στρατεύτηκε στην Εθνική Αντίσταση, αρχικά ως μέλος της Ενωτικής Νεολαίας Ιερής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια των οργανώσεων Ε.Σ.Α.Σ., Ρ.Α.Ν. και ΕΔΕΣ. Από το 1948 ως το 1950 υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στα Τεθωρακισμένα, ενώ αγωνίστηκε και εναντίον της απριλιανής χούντας του 1967. Το 1950 διορίστηκε υπεύθυνος του τμήματος ξένης διαφήμισης στο ελληνικό Κέντρο Τουριστικών Μελετών. Διετέλεσε επίσης διευθυντής του ΕΟΤ (1959-1964) και πραγματοποίησε διαλέξεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Bochum της Δυτικής Γερμανίας και Boston των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, την ποίηση και το θέατρο, ενώ έγραψε και δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματος Mantua στο περιοδικό Παλμός και το 1953 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Ποιήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Φιλολογικά Χρονικά, Τα Νέα Ελληνικά, Σημερινά Γράμματα, Εποχές, Η Συνέχεια, Τομές, Σταθμοί, την εφημερίδα Καθημερινή κ.α. Μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου για το έργο του Καρτερία, το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή δοκιμίων Tagliche Ernte και το λογοτεχνικό βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους (1995). Κείμενά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά, ενώ ποιήματά του περιλήφθηκαν σε ξένες ανθολογίες. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Θεόφιλου Φραγκόπουλου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Θεόφιλος Φραγκόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.260-261. Αθήνα, Σοκόλης, 1982. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος
Ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930) γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε νομική (Θεσσαλονίκη) και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Ιδρυτής και διευθυντής της ετήσιας έκδοσης "Χριστιανικό Συμπόσιο" (1966-1971) και του περιοδικού "Ευθύνη" (1961-1966, και από το 1972 ως σήμερα). Συνεργάστηκε επί χρόνια με την ΕΡΤ και την "Καθημερινή" (1962-1967), Γενικός Γραμματέας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (1974-1976), Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου (1975-1980), Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Φέξη των Δώδεκα (1964), Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1966), Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1986), Βραβείο της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (1989) Α Βραβείο της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας (1990), Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2007), και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γρανάδας (2004). Το ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό του έργο εκτείνεται σε δεκάδες τόμους. Έχει επίσης μεταφράσει από τα ισπανικά, τα καταλανικά και τα γαλλικά βιβλία και κείμενα των Ορτέγα υ Γκασσέτ, Αντόνιο Ματσάδο, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Καμίλο Χοσέ Θέλα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Σαλβαδόρ Εσπρίου, Χοσέ Μπεργαμίν, Ντρυόν, Ζενεβουά, Αρανγκούρεν κ.ά. Βιβλία και κείμενά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος
Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1903-2002). Ο Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1924) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή (1934). Εισηγητής, πάρεδρος και σύμβουλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος (1966) του Συμβουλίου Επικρατείας, πραγματοποίησε παράλληλα και ακαδημαϊκή καριέρα ξεκινώντας από τη θέση του υφηγητή Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διατελώντας διαδοχικά έκτακτος, τακτικός καθηγητής και Πρύτανης (1951-1957) της Παντείου, επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων του Μπορντώ και του Παρισιού. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην Τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και ένα χρόνο αργότερα απομακρύνθηκε από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, λόγω της καταγγελίας του δικτατορικού καθεστώτος των συνταγματαρχών ως παράνομου. Με τη μεταπολίτευση εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Επικρατείας και μετά το δημοψήφισμα έγινε πρόεδρος της δημοκρατίας για έξι μήνες. Το επιστημονικό συγγραφικό έργο του Στασινόπουλου συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής νομολογίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα και εκδότης του επιστημονικού περιοδικού "Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του περιοδικού "Η Διάπλασις των Παίδων", με δημοσιεύσεις στίχων και πεζογραφημάτων, αρχικά με το ψευδώνυμο Μεσσηνιακή Ακτή και αργότερα με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, επίσημα ωστόσο εμφανίστηκε το 1920 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων από γάλλους ποιητές στο περιοδικό "Μούσα", ενώ ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια και ταξιδιωτικά κείμενα δημοσίευσε σε διάφορα αθηναϊκά έντυπα, κυρίως στη "Νέα Εστία". Το 1949 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή που είχε τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησε η συλλογή "Ποιήματα - Δύο εποχές" (1979), ενώ εξέδωσε επίσης το μυθιστόρημα "Η δίκη" και το παιδικό πεζογράφημα "Η συντροφιά μας", ταξιδιωτικά κείμενα και δοκίμια. Στο χώρο της μετάφρασης ασχολήθηκε με συγγραφείς όπως οι Μαίτερλιγκ, Μορεάς, Ανρί Μπατάιγ, Ντωντέ, Ζιντ και άλλοι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Στασινόπουλου βλ. Τέλλος Άγρας, "Στασινόπουλος Μιχ. Δ.", στη "Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια", τ. 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Θεόδωρος Ξύδης, "Στασινόπουλος Μιχαήλ", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 12, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Κώστας Στεργιόπουλος (επιμ.), "Μιχ. Δ. Στασινόπουλος" στο "Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία-γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, και χ.σ., "Στασινόπουλος Μ. Δ.", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Βάσος Βαρίκας
Ο Βάσος Βαρίκας (1912-1971) γεννήθηκε στο Αιδίνι της Μικράς Ασίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κάρπαθο, απ' όπου και η καταγωγή του. Το 1923 ήρθε στην Αθήνα όπου και σπούδασε φιλολογία. Το 1938 πήγε στη Γαλλία σαν ανταποκριτής της "Καθημερινής" και παρακολούθησε για σύντομο διάστημα στο Παρίσι μαθήματα Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης. Από το 1945 άρχισε τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του, κατ' αρχήν στα "Νέα", όπου και είχε θέση πολιτικού συντάκτη, αρχισυντάκτη και διεθυντή σύνταξης, και αργότερα στο "Βήμα" (1954) όπου συστηματικά κρατούσε τη στήλη της κριτικής βιβλίου. Παράλληλα, από το 1955, ανέλαβε την κριτική θεάτρου στα "Νέα" και υπήρξε για αρκετά χρόνια προϊστάμενος του δελτίου ειδήσεων καθώς και φιλολογικός συνεργάτης του Ε.Ι.Ρ. Για μια δεκαετία ήταν γενικός γραμματέας της Επιτροπής για την απονομή Κρατικών Βραβείων. Έργα του: Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης (1936), Κ. Γ. Καρυωτάκης, το δράμα μιας γενιάς (1938), Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία (1939). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Πολιτικά Φύλλα, Λυτρωμός, Φιλολογικά Χρονικά, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Καινούρια Εποχή. Μεταθανάτια εκδόθηκαν τα εξής έργα του: Κριτική θεάτρου (1961-1971), 1972, Συγγραφείς και Κείμενα (1961-1965), 1975, και επανεκδόθηκαν στη σειρά "Θεωρία Λογοτεχνίας και Κριτικής" οι μελέτες του για τον Κ. Βάρναλη και τον Κ. Γ. Καρυωτάκη.
Τίμος Μαλάνος
Τίμος Μαλάνος (1897-1984). Ο Τίμος Μαλάνος γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Κύθηρα. Σε ηλικία εννιά χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αλεξάνδρεια, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εργάστηκε σε εταιρεία βάμβακος ως το 1966, οπότε αναγκάστηκε, όπως πολλοί άλλοι Αιγυπτιώτες της εποχής του, να εγκαταλείψει τη δουλειά του και την πόλη του, και να εγκατασταθεί στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου πέθανε. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε αλεξανδρινά περιοδικά το 1916. Δύο χρόνια αργότερα τυπώθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ρόδα θαλάμου, τίτλο που χρησιμοποίησε για δύο ακόμη βιβλία του, ένα του 1939 και ένα του 1979. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και τη λογοτεχνική κριτική, με πρώτη επίσημη παρουσία το βιβλίο του Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, που κυκλοφόρησε το 1933 και εγκαινίασε τη σειρά μελετών του Μαλάνου για τον αλεξανδρινό ποιητή. Ασχολήθηκε επίσης με το έργο του Γιώργου Σεφέρη, του Κώστα Καρυωτάκη, του Κώστα Βάρναλη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, της Μέλπως Αξιώτη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ελλήνων λογοτεχνών. Συνεργάτης των περιοδικών Σκέψη και Αργώ, διετέλεσε επίσης διευθυντής του περιοδικού Σημειώματα και εξέδωσε το περιοδικό Προπύλαια (1918). Εξέδωσε επίσης το αυτοβιογραφικό κείμενο Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τίμου Μαλάνου βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Μαλάνος Τίμος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Χατζηφώτης Ι.Μ., «Μαλάνος Τίμος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Παντελής Πρεβελάκης
Παντελής Πρεβελάκης (1909 - 1986). Ο Παντελής Πρεβελάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, δεύτερος γιος του Γεωργίου Πρεβελάκη και της Ειρήνης το γένος Φραγκιαδάκη. Στο Ρέθυμνο πέρασε τα σχολικά του χρόνια και σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εξέδωσε μαζί με τον Γ.Ανδρουλιδάκη το λογοτεχνικό περιοδικό Αθηνά, που κυκλοφόρησε για ένα χρόνο. Το 1926 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη με τον οποίο συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλία. Δυο χρόνια μετά την έναρξη των σπουδών του πήρε μετεγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου και το 1930 έφυγε για περαιτέρω σπουδές στο Παρίσι. Εκεί έμεινε για δυο χρόνια και παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας, από όπου αποφοίτησε το 1933. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας Τέχνης, χωρίς ποτέ να μονιμοποιηθεί λόγω της πολιτικής του ιδεολογίας υπέρ του Βενιζέλου. Το 1937 διορίστηκε στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, και παρά το εχθρικό κλίμα του μεταξικού καθεστώτος δραστηριοποιήθηκε έντονα, κυρίως στον τομέα Καλών Τεχνών. Το 1939 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1938 δίδασκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μετά τη κήρυξη του πολέμου από τους ιταλούς έκανε αίτηση να καταταγεί εθελοντής και όταν δεν έγινε δεκτή στράφηκε προς τον αγώνα για τη διαφύλαξη και διάσωση των έργων της Εθνικής Πινακοθήκης και του Εθνολογικού Μουσείου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής απουσίασε από την εκδοτική δραστηριότητα και παύτηκε από τις εργασίες του. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αρνήθηκε να διοριστεί στη Μέση Εκπαίδευση και να τιμηθεί από τη χούντα, κυκλοφόρησε μυστικά την Αντίστροφη Μέτρηση και εκτός εμπορίου τον Νέο Ερωτόκριτο και συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη. Μετά τη Μεταπολίτευση τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1977) και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Πέθανε στο σπίτι του στην Εκάλη από καρδιά σε ηλικία 77 ετών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1928 με το μονόπρακτο θεατρικό έργο Ο μίμος και το μακροσκελές ποίημα Στρατιώτες εμπνευσμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1938 εξέδωσε το Χρονικό μιας Πολιτείας με το οποίο καθιερώθηκε στο χώρο της πεζογραφίας της γενιάς του Τριάντα. Στο έργο του Πρεβελάκη, ποιητικό και πεζογραφικό κυριαρχεί η εμπλοκή ιστορικής και λογοτεχνικής πραγματικότητας, η εμμονή σε μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου. Στην πορεία της συγγραφικής του δραστηριότητας, η οποία κάλυψε τριανταέξι χρόνια από τη ζωή του, πέρασε από την έκφραση των μεγάλων οραμάτων της ελευθερίας σε μια εσωτερικότερη γραφή, πάντα όμως σε στενή σχέση με τον αφετηριακό προσανατολισμό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παντελή Πρεβελάκη βλ. Αλεξίου Στυλιανός, «Πρεβελάκης Παντελής», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Γιαλουράκης Μανώλης, «Πρεβελάκης Παντελής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παρίσης Νικήτας, «Παντελής Πρεβελάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄ , σ.338-371. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Πέτρος Χάρης
Πέτρος Χάρης (1902-1998). Ο Πέτρος Χάρης (πραγματικό όνομα Ιωάννης Μαρμαριάδης) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Νικόλαου Μαρμαριάδη από την Κρήτη. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, από όπου αποφοίτησε το 1924. Αμέσως μετά άρχισε να συνεργάζεται με αθηναϊκές εφημερίδες και το Νουμά ως συντάκτης και φιλολογικός συνεργάτης. Εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών (Γραμματέας και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας με βαθμό Γενικού Γραμματέα Υπουργείου), από όπου αποχώρησε το 1964 με το βαθμό του Επίτιμου Γενικού Γραμματέα. Το 1933 ανέλαβε τη διεύθυνση της Νέας Εστίας (μετά την αποχώρηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου) και παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 1987. Υπό τη διεύθυνσή του η Νέα Εστία τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1946). Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας για το έργο του Πολιτείες και θάλασσες, το βραβείο του ταξιάρχη του τάγματος του Γεωργίου Α’, το χρυσό σταυρό της Αγιορείτικης Χιλιετηρίδας και τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, μέλος της κριτικής επιτροπής των λογοτεχνικών και θεατρικών Κρατικών Βραβείων και των θεατρικών βραβείων του Παρνασσού, μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και πρόεδρος της Τάξεως Γραμμάτων και Καλών Τεχνών (1973). Είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1977 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της αφηγηματικής λογοτεχνίας από τις στήλες του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων με το ψευδώνυμο Κυανόλευκο λάβαρο. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στο Νουμά και το 1924 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων με τίτλο Η τελευταία νύχτα της γης. Τα πρώτα του έργα εντάσσονται στο κλίμα του συμβολισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στην Ελλάδα κυρίως μέσω του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από δοκιμιακό ύφος, χαμηλούς τόνους και επιμελημένη φόρμα. Το λογοτεχνικό είδος το οποίο καλλιέργησε κυρίως είναι το διήγημα, ενώ έγραψε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και δυο μυθιστορήματα, τις Ημέρες Οργής (1979) και τον Ανεμοστρόβιλο (1992). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Χάρη βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χάρης Πέτρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κόρφης Τάσος, «Πέτρος Χάρης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.288-339. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., «Χάρης Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιάννης Χατζίνης
Εικονογράφιση: · Γιάννης Μόραλης
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Έκδοση: 2010 από "Ευθύνη"
Σελ.:237 (21χ14), Μαλακό εξώφυλλο
Θέμα: "Συγγραφείς - Ερμηνεία και κριτική"
Από αυτό τον προμαχώνα όπου μας ανέβασε η ζωή, υπάκουοι στη μνήμη της καρδιάς, πλέκουμε στέφανα με λέξεις και τα ρίχνουμε στο πέλαγος του χρόνου για να τιμήσουμε τους άξιους φίλους που εχάσαμε, αλλά που δεν αποχωριστήκαμε.
Συνθέττοντας τον τόμο αυτό, γνωρίζουμε πως καλούμε τους αναγνώστες του να γνωρίσουν μια σπάνια μορφή της νεοελληνικής κοινωνίας και να πιστοποιήσουν την εξαιρετική, την ιδιότυπη δύναμη του λογοτεχνικού της έργου. Η Μαρία Περ. Ράλλη, θαύμασμα και χαρά όσων την γνώρισαν, θα έμενε άγνωστη στους νεωτέρους, αν δεν επιχειρούσαμε αυτή την ξενάγηση στον χώρο ζωής όπου κινήθηκε και σημάδεψε με την έντονη παρουσία της και το γνήσιο έργο της. Τα βιβλία που μας άφησε φεύγοντας πιστοποιούν πως η ύπαρξή της, διαβαίνοντας συνειδητά από δαντικό κύκλο δοκιμασιών, ανάδωσε τόνους αυστηρά προσωπικούς, που μπορεί να μείνουν αθάνατοι μέσα στην αναπότρεπτη θνητότητα των ανθρωπίνων.
'Όσοι δεχτήκαμε ως θεία δωρεά την φιλία της και την συνδυάσαμε με μια βαθειά επικοινωνία με το έργο της, γνωρίζουμε πως τέτοιας ποιότητας προσωπικότητα δεν γίνεται να ξανασυναντήσουμε στη ζωή μας. Την τιμούμε, λοιπόν, και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα, και πέρα από τον θάνατό της. Πράξη τιμής κι ακοίμητης αγάπης είναι και ο τόμος αυτός που βλέπει το φως των εγκόσμιων χάρη στην στοργική, διακριτική φροντίδα της επιστήθιας φίλης της κυρίας Ντορ. Καραϊωσηφόγλου. Όλοι οι αφοσιωμένοι της Μαρίας Περ. Ράλλη την ευχαριστούμε.
Το στεφάνι είναι έτοιμο. Το δικό μας χρέος τελεσμένο. Ας κάμει τώρα και ο χρόνος το δικό του.
(2009) Η κριτική για τον Πέτρο Χάρη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2009) Η κριτική για τον Άλκη Θρύλο, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2008) Μ. Καραγάτσης 1908-2008, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2007) Αποτύπωση της Ιουλίας Ιατρίδη, Ευθύνη
(1999) Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Ευθύνη
(1996) Για τον Αναγνωστάκη, Αιγαίον
(1994) Για τον Σκαρίμπα, Αιγαίον
(1992) Η κριτική παρουσία του Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, Ευθύνη
(1983) Το πέρασμα του Μηνά Δημάκη, Ευθύνη
(1979) Η νεοελληνική κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη, Ευθύνη
() Δ. Παπαρρηγόπουλος, Σ. Βασιλειάδης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος