*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 20,29 €
Νεοελληνική ζωγραφική από τις συλλογές της Πινακοθήκης Ευάγγελου Αβέρωφ στο Μέτσοβο
Συγγραφή: · Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου
Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου
Η Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου γεννήθηκε στο Βόλο το 1948. Αποφοίτησε από το ιστορικό - αρχαιολογικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1999 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της ιστορίας της τέχνης στο τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1976 εργάζεται ως επιμελήτρια στην Εθνική Πινακοθήκη και από το 1989 είναι επιστημονική σύμβουλος της Πινακοθήκης Ευάγγελου Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Από τον Ιανουάριο του 2007 είναι διευθύντρια συλλογών και μουσειολογικού προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης. Έχει ασχοληθεί με τη διοργάνωση εκθέσεων τόσο στην Εθνική Πινακοθήκη και στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, όσο και σε άλλα ιδρύματα και πολιτιστικούς φορείς (Μακεδόνικο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, Βαφοπούλειο Ίδρυμα, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ. Κατσίγρα, Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων κ.ά.). Το 2000 της ανατέθηκε η οργάνωση της επανέκθεσης των συλλογών της Πινακοθήκης και η επιστημονική και εκδοτική επιμέλεια του τόμου που τη συνόδευε, "Εθνική Πινακοθήκη, 100 χρόνια". Το 2001 συμμετείχε στη διοργάνωση της έκθεσης «Μνήμες από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη τέχνη», που έγινε στο Ίδρυμα Ωνάση στη Νέα Υόρκη, και το 2003 ανέλαβε την οργάνωση του Παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο. Στο πλαίσιο της ευρύτερης μουσειολογικής της δραστηριότητας έχει ασχοληθεί με την ηλεκτρονική καταγραφή έργων τέχνης, και σήμερα είναι υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και των αρχείων της Εθνικής Πινακοθήκης με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό τους με ηλεκτρονική καταγραφή και ψηφιοποίηση. Έχει συγγράψει τα βιβλία: "Πινακοθήκη Αβέρωφ - Νέα αποκτήματα" (1994), "Περικλής Πανταζής 1949-1884" (σε συνεργασία, 1994), "Περικλής Πανταζής 1949-1884: Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Βέλγιο" (1996), "Γεώργιος Ιακωβίδης" (διδακτορική διατριβή, 1999), "Δάβης" (2002) και τον κατάλογο του Παραρτήματος του Ναυπλίου. Είχε τη γενική επιμέλεια και συμμετοχή στη συγγραφή του βιβλίου "Συλλογές Ευάγγελου Αβέρωφ - Ταξιδεύοντας στο χρόνο" (2000) και την επιστημονική και εκδοτική επιμέλεια, μεταξύ άλλων, των βιβλίων: "Γιάννης Μόραλης", "Τάσος", "Σχέδια Γιαννούλη Χαλεπά", "Χρίστος Δαγκλής", "Περικλής Βυζάντιος, Ζωγραφική 1930-1940", "Εξπρεσιονιστές - Συλλογή Μπουχάιμ", "Άλεξ Μυλωνά", "Γιώργος Βακιρτζής: Ζωγραφική - Γιγαντοαφίσες", "Πινακοθήκη Αβέρωφ". Έχει δημοσιεύσει άρθρα επάνω σε θέματα ιστορίας της τέχνης και έχει συμμετάσχει σε πολλές ημερίδες και συνέδρια.
Ζωγραφική επιμέλεια: ·Διονύσιος Τσόκος
Διονύσιος Τσόκος
Σπυρίδων Προσαλέντης
Αριστείδης Οικονόμου
Ιωάννης Δούκας
Σπυρίδων Πελεκάσης
Βικέντιος Λάντσας
Άγγελος Γιαλλινάς
Νικόλαος Ξυδιάς
Θεόδωρος Ράλλης
Έλληνας ζωγράφος (Κωνσταντινούπολη, 1852 - ; 1909). Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Χίου. Αφού εργάστηκε για λίγο στον εμπορικό οίκο Ράλλη - Μαυρογιάννη ("Ralli Brothers") του Λονδίνου, το 1873 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον ακαδημαϊκό δάσκαλο και οριενταλιστή καλλιτέχνη Ζαν Λεόν Ζερόμ, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1875 και ως το τέλος της ζωής του συμμετείχε ανελλιπώς στα επίσημα γαλλικά Salon, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις στο Παρίσι (1878, 1889-Αργυρό Μετάλλιο) και σε άλλες εκθέσεις στη Γαλλία και αλλού. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με Αργυρό Μετάλλιο στα "Ολύμπια" το 1888 και στη "Διεθνή Έκθεση Αθηνών" το 1903. Το 1885, χρονιά που τιμήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος στην Ελλάδα, απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Διατηρούσε εργαστήριο και στο Κάιρο, όπου περνούσε τους χειμερινούς μήνες από το 1880 έως το 1904 και όπου ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα (διοργάνωση ετήσιων εκθέσεων, κ.ά.). Το 1910 η Εθνική Πινακοθήκη απεδέχθη το Κληροδότημα Ράλλη, έναν χρόνο αργότερα απενεμήθη το Βραβείον Θεόδωρου Ράλλη στο Παρίσι, ενώ προς τιμήν του οργανώθηκε το 1912 στην Ελλάδα ο πρώτος "Ράλλειος διαγωνισμός".
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Γεώργιος Ιακωβίδης
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Νικόλαος Βώκος
Πολυχρόνης Λεμπέσης
Περικλής Πανταζής
Ο Περικλής Πανταζής (1849-1884), περισσότερο γνωστός εκτός Ελλάδος (κυρίως στο Βέλγιο) παρά στην ίδια του την πατρίδα, υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ζωγράφους που ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στο περιβάλλον του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, και μάλιστα την εποχή που αυτό το κίνημα βρισκόταν στο απόγειό του. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Για ένα χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά, απογοητευμένος από τον συντηρητισμό της Ακαδημίας, έφυγε για τη Μασσαλία και το Παρίσι. Στο Παρίσι μυθολογείται ότι μαθήτευσε κοντά στον Γκουστάβ Κουρμπέ και τον Αντουάν Σιντρέιγ, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ωστόσο, αυτή η φήμη αντανακλά το αληθές γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το έργο των συγχρόνων του Ευγένιου Μπουντέν, του Ολλανδού Γιόχαν Μπάρτχολντ Ζόνκιντ και των ιμπρεσιονιστών Μανέ, Ντεγκά και Πισαρό, και οπωσδήποτε το έργο των Κουρμπέ και Σιντρέιγ. Το 1873, πιθανότατα συστημένος από τον σπουδαίο Μανέ, ο Πανταζής εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Στη βελγική πρωτεύουσα παρέμεινε ύστερα από πρόσκληση του πλούσιου Έλληνα εμπόρου Ιωάννη Οικονόμου, ο οποίος στη συνέχεια παρήγγειλε πολλά έργα στον ζωγράφο. Στο Βέλγιο, ο Πανταζής έγινε μέλος ενός αντιακαδημαϊκού καλλιτεχνικού ομίλου και συνδέθηκε φιλικά με τον ζωγράφο Γκιγιώμ Φόγκελς και τον γλύπτη Ωγκύστ Φιλιπέτ. Το 1878 εκπροσώπησε με έργα του την Ελλάδα στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Δυστυχώς, αυτός ο άξιος και ανήσυχος καλλιτέχνης υπέφερε για πολλά χρόνια από φυματίωση και απεβίωσε πριν καλά καλά κλείσει τα 35 του χρόνια. Ο Περικλής Πανταζής πρόλαβε, ωστόσο, στη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο που συνδυάζει πειστικά τον ρωμαλέο ρεαλισμό του Κουρμπέ, τη χρωματική τόλμη του Μανέ και την ιμπρεσιονιστική ελευθερία στην απόδοση του φωτός.
Ιωάννης Αλταμούρας
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας 1852 - Σπέτσες 1878), έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο πατέρας του, ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Ιωάννης ήταν επτά ετών, οπότε η μητέρα του, η σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε σπουδάσει στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα "Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών" της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871-1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873-1876 κοντά στον Carl Frederik Sorensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Όταν επέστρεε στην Ελλάδα άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στη "Σχολή του Μονάχου", η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.
Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης 1837 - Πειραιάς 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Μόνιμη πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου".
Αιμίλιος Προσαλέντης
Βασίλειος Χατζής
Γεώργιος Ροϊλός
Ο Γεώργιος Ροϊλός (Στεμνίτσα Γορτυνίας, 1867 - Αθήνα, 1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ζωγράφους του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) στην Αθήνα, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1888 πήγε με υποτροφία στο Μόναχο όπου συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Το 1890 πήγε στο Παρίσι για να ολοκλήρωσει τις σπουδές του. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την Έδρα Ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου. Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα.
Απόστολος Γεραλής
Ουμβέρτος Αργυρός
Αργυρός Ουμβέρτος (Καβάλα 1884-Αθήνα 1963) Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1900-1904) με δασκάλους τους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ροϊλό και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου. Το 1929 εκλέχθηκε Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε ως το 1953. Το 1959 έγινε ακαδημαϊκός. Η θεματολογία του περιλαμβάνει προσωπογραφίες, τοπία, εσωτερικά, ηθογραφικά και πολεμικά θέματα από τον πόλεμο του 1940. Ανήκει στους τελευταίους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου. Η ζωγραφική του διακρίνεται για ένα νατουραλιστικό ύφος που αργότερα μεταβάλεται σε μια ιμπρεσιονιστικής υφής ζωγραφική εκτέλεση.
Νικόλαος Φερεκείδης
Νικόλαος Χειμωνάς
Βασίλειος Ιθακήσιος
Δήμος Μπραέσσας
Μπραέσσας Δήμος (Αιτωλικό 1880-Αθήνα 1964) Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το έργο του επηρεασμένο από τον Νικόλαο Λύτρα και τον Στέλιο Μηλιάδη διακρίνεται από ένα ιμπρεσιονιστικά ύφος, με αφαιρετικές χρωματικές και σχηματικές απλουστεύσεις. Η θεματολογία του περιλαμβάνει τοπία και ηθογραφίες.
Επαμεινώνδας Θωμόπουλος
Σπυρίδων Βικάτος
Ο Σπυρίδων Βικάτος (Αργοστόλι 1878 - Αθήνα 1960) σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (1896-1898). Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία ου Μονάχου με δασκάλους τους Ν. Γύζη και L. Von Lofftz. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και το 1909 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε έως το 1939. Το 1951 η Ακαδημία του Μονάχου τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της. Προσωπογράφος-ψυχογράφος, ιδίως της γεροντικής ηλικίας, ζωγράφισε ακόμη θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές φύσεις και τοπία.
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Κωνσταντίνος Μαλέας
Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ου αιώνα (1879-1928). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, και συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Παρίσι (1901-1908). Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, το οποίο απελευθέρωσε από την αναπαραστατική ηθογραφία της εποχής, αποδίδοντάς του μια πρωτογενή αισθαντικότητα, που μας είναι γνώριμη από τις μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του.
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Γιάννης Μόραλης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου διαπιστώνει κανείς ένα έντονο ερωτικό στοιχείο στη ζωγραφική του Μόραλη, που επιβάλλεται όχι τόσο με τα εξωτερικά στοιχεία όσο με την όλη συμπλοκή των μορφών και την ένταξη τους στο χώρο. Τα επόμενα χρόνια ο Μόραλης προχώρησε μακρύτερα στην κατεύθυνση της επιβολής μιας καθαρά προσωπικής μορφοπλαστικής γλώσσας· στους πιο χαρακτηριστικούς του πίνακες η ανθρώπινη μορφή μεταβάλλεται σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σύστημα, το χρώμα διακρίνεται για την καθαρότητα και τη δύναμη υποβολής του, το σύνολο επιβάλλεται με την εσωτερικότητα και την ποιητική πνοή του. Στη σειρά "Επιθαλάμια" (1969-70, στην κατοχή του καλλιτέχνη) καθώς και στους πίνακες "Νέα γυναίκα" (1971-72, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), "Κορίτσι που ζωγραφίζει" (1971, Συλλογή Μ. Κιοσέογλου), Αίγινα (1974, στην κατοχή του καλλιτέχνη) και σε πολλά άλλα, ο Μόραλης φτάνει στις καθοριστικές διατυπώσεις του. Προοδευτικά και βήμα-βήμα τονίζεται όλο και περισσότερο η σχηματοποίηση, ενισχύεται ο ρόλος του χρώματος, ολοκληρώνεται η ένταξη των μορφών στο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή και ο φυσικός χώρος χρησιμοποιούνται σαν απλές αφετηρίες για να επιβληθεί το δομικό, να τονιστεί το ουσιαστικό και το εσωτερικό. Στα έργα της περιόδου αυτής, όπως και στα περισσότερα πρόσφατα των χρόνων 1975-85, κυριαρχεί η καθαρά ερωτική φωνή της ζωγραφικής του Μόραλη, μια φωνή που εισάγεται με τα μορφικά χαρακτηριστικά και ολοκληρώνεται με το χρώμα, μια φωνή που όμως δεν επιβάλλεται με τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία αλλά με τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται τα ενεργητικά με τα παθητικά θέματα, τα οξυγώνια με τα καμπυλόγραμμα σχήματα, τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, τα βιόμορφα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο Μόραλης φτάνει σε διατυπώσεις που κυριολεκτικά συναιρούν σε μια νέα ενότητα παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονα χαρακτηριστικά, ανθρώπινη μορφή και κονστρουκτιβιστικό λεξιλόγιο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όλο και σαφέστερα η ζωγραφική του διακρίνεται από μια εσωτερική μνημειακότητα των μορφών και μια εκφραστική αλήθεια που παρασύρουν το θεατή. Με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της, τη μορφική πληρότητα και την εσωτερικότητα του χρώματος, την ποιότητα των διατυπώσεων και τον εκφραστικό της πλούτο, η ζωγραφική του Μόραλη μας δίνει μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της νεοελληνικής τέχνης. Ο Μόραλης ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων (Ελύτη, Σεφέρη κ.ά.) και τη σκηνογραφία (έκανε σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις θεάτρου και χορού, για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης) και σε συνεργασία με αρχιτέκτονες έδωσε έργα μνημειακών διαστάσεων (μπρούτζινα, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά και χαρακτικά) για τη διακόσμηση κτιρίων -ξενοδοχεία, τράπεζες κ.ά.- τόσο στην Αθήνα (χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο, στους ΒΔ και ΝΑ εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου "Χίλτον", 1959-62, χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα στέγαστρα των νέων αποβάθρων στην Ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, 1962, τουριστικό περίπτερο ΕΟΤ "Διόνυσος" στου Φιλοπάππου) όσο και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα (ξενοδοχεία Ρόδου, Φλώρινας, Θεσσαλονίκης, Δελφών κλπ.), έργα που αποδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεων του. Ο Μόραλης, που υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Αρμός", έκανε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό και τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις (το 1965 τού απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, το 1979 το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1999 το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής, κ.ά.). Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη τιμώντας την πολύχρονη προσφορά του οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Το 2006 πραγματοποίησε τη δέκατη και τελευταία ατομική του έκθεση στην Αθήνα, πάντα στη γκαλερί της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, με την οποία είχε αρχίσει να συνεργάζεται το 1972. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, σε άλλες δημόσιες πινακοθήκες και ιδρύματα καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009, "πλήρης ημερών", σε ηλικία 93 ετών και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του. (Το βιογραφικό σημείωμα έχει βασιστεί στην πηγή: Χρύσανθος Χρήστου, "Μόραλης Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991)
Γιάννης Σπυρόπουλος
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος (Πύλος 1912 - Αθήνα 1990) έλληνας ζωγράφος, είναι εκφραστής του ρεύματος της Αφαίρεσης με τα έργα που φιλοτέχνησε μετά τη δεκαετία του '50. "Ο Γιάννης Σπυρόπουλος υπήρξε ένας μοναχικός καλλιτέχνης. Με την έννοια ότι δια των επί μία πεντηκονταετία εικαστικών του αναζητήσεων διαμόρφωσε στην Ελλάδα ένα προσωπικό σύμπαν αφαιρετικής τέχνης που ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να δημιουργήσει άμεσους μιμητές στη χώρα. Αδύνατον, διότι ο ίδιος με το έργο του εγκαθίδρυσε εν Ελλάδι τα αγεωγράφητα όρια της αφαιρετικότητας ή, πιο σωστά: τα όρια της όποιας μετάβασης από το αληθοφανές στο αφαιρετικό. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1930-1936), με δασκάλους τους: Αργυρό Βικάτο και Θωμόπουλο. Συνέχισε σπουδές στο Παρίσι (στην Ecole de Beaux-Arts και σε ελεύθερα εργαστήρια). Το 1939 επιστρέφει στην Ελλάδα. Η αφετηρία του υπήρξε νατουραλιστική. Στα πορτρέτα, τις νεκρές φύσεις και τα τοπία που φιλοτέχνησε στη δεκαετία μετά τις σπουδές του (περίοδος της "γκρίζας πινελιάς", περίοδος της "κάθετης πινελιάς", κ.λπ.), η αφομοιωμένη επίδραση του Σεζάν είναι εμφανής. Γύρω στα 1950 και μέχρι το 1955 επιμένει στο ελληνικό τοπίο, το οποίο, όμως ως προς την αληθοφανή του αναπαράσταση, "διαβάζει" με μια συνειδητώς "απλουστευτική" ματιά. Από εδώ και μετά ο Σπυρόπουλος εξελίσσεται προς την αφαίρεση. Καταργεί τη συμβατική προοπτική, ελαχιστοποιεί τον ορίζοντα, "βλέπει" τα πράγματα από απόσταση που δικαιολογεί την κάποια αφαιρετικότητα στην απόδοση των θεμάτων. Προς το τέλος της δεκαετίας του πενήντα, ο καλλιτέχνης βαθμιαία αδιαφορεί για τις σαφείς αναφορές στο πραγματικό και αντιθέτως, προσδίδει όλο και μεγαλύτερη αυτονομία στις χρωματικές του επιφάνειες. Στο στάδιο αυτό, η χειρονομία της πινελιάς του αποκτά εμφανή ένταση και γίνεται καθοριστικό πλαστικό στοιχείο του πίνακα. Το 1960 βραβεύεται στην Μπιενάλε της Βενετίας, γεγονός που τον καταξιώνει διεθνώς και του επιτρέπει να ερευνήσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις προοπτικές της ανεικονικής αναπαράστασης. Από την εποχή αυτή και μετά, ο Σπυρόπουλος με πραγματικό πάθος δημιουργεί τη ζωγραφική με την οποία κατοχυρώνεται δια παντός στη συνείδηση της εικαστικής κοινότητας ως ο κατεξοχήν αφαιρετικός Έλληνας ζωγράφος. Δημιουργεί έργα που διαβάζονται όχι ως άμεσες αναπαραστάσεις του πραγματικού, αλλά ως αναπαραστάσεις της εικαστικής δημιουργίας, ως μνήμες ή συνειδήσεις μιας ιδέας, μιας ενόρασης, μιας ανάφλεξης του νου... " (Άρης Μαραγκόπουλος)
κ.ά.
Έκδοση: Μάιος 2006 από "Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων"
Σελ.:83 (28χ24), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-88093-4-7
Θέμα: "Ζωγραφική - Συλλογές τέχνης " "Ζωγραφική, Ελληνική"
- Περιγραφή
- Άλλοι τίτλοι από Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου
Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου
Mentzafoú - Polýzou, ÓlgaΗ Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου γεννήθηκε στο Βόλο το 1948. Αποφοίτησε από το ιστορικό - αρχαιολογικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1999 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της ιστορίας της τέχνης στο τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1976 εργάζεται ως επιμελήτρια στην Εθνική Πινακοθήκη και από το 1989 είναι επιστημονική σύμβουλος της Πινακοθήκης Ευάγγελου Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Από τον Ιανουάριο του 2007 είναι διευθύντρια συλλογών και μουσειολογικού προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης. Έχει ασχοληθεί με τη διοργάνωση εκθέσεων τόσο στην Εθνική Πινακοθήκη και στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, όσο και σε άλλα ιδρύματα και πολιτιστικούς φορείς (Μακεδόνικο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, Βαφοπούλειο Ίδρυμα, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ. Κατσίγρα, Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων κ.ά.). Το 2000 της ανατέθηκε η οργάνωση της επανέκθεσης των συλλογών της Πινακοθήκης και η επιστημονική και εκδοτική επιμέλεια του τόμου που τη συνόδευε, "Εθνική Πινακοθήκη, 100 χρόνια". Το 2001 συμμετείχε στη διοργάνωση της έκθεσης «Μνήμες από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη τέχνη», που έγινε στο Ίδρυμα Ωνάση στη Νέα Υόρκη, και το 2003 ανέλαβε την οργάνωση του Παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο. Στο πλαίσιο της ευρύτερης μουσειολογικής της δραστηριότητας έχει ασχοληθεί με την ηλεκτρονική καταγραφή έργων τέχνης, και σήμερα είναι υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και των αρχείων της Εθνικής Πινακοθήκης με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό τους με ηλεκτρονική καταγραφή και ψηφιοποίηση. Έχει συγγράψει τα βιβλία: "Πινακοθήκη Αβέρωφ - Νέα αποκτήματα" (1994), "Περικλής Πανταζής 1949-1884" (σε συνεργασία, 1994), "Περικλής Πανταζής 1949-1884: Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Βέλγιο" (1996), "Γεώργιος Ιακωβίδης" (διδακτορική διατριβή, 1999), "Δάβης" (2002) και τον κατάλογο του Παραρτήματος του Ναυπλίου. Είχε τη γενική επιμέλεια και συμμετοχή στη συγγραφή του βιβλίου "Συλλογές Ευάγγελου Αβέρωφ - Ταξιδεύοντας στο χρόνο" (2000) και την επιστημονική και εκδοτική επιμέλεια, μεταξύ άλλων, των βιβλίων: "Γιάννης Μόραλης", "Τάσος", "Σχέδια Γιαννούλη Χαλεπά", "Χρίστος Δαγκλής", "Περικλής Βυζάντιος, Ζωγραφική 1930-1940", "Εξπρεσιονιστές - Συλλογή Μπουχάιμ", "Άλεξ Μυλωνά", "Γιώργος Βακιρτζής: Ζωγραφική - Γιγαντοαφίσες", "Πινακοθήκη Αβέρωφ". Έχει δημοσιεύσει άρθρα επάνω σε θέματα ιστορίας της τέχνης και έχει συμμετάσχει σε πολλές ημερίδες και συνέδρια.
[...] Η παρουσίαση μιας επιλογής από τα έργα της συλλογής που κατήρτισε ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, -της συλλογής της Πινακοθήκης Ευαγγέλου Αβέρωφ στο Μέτσοβο-, δεν φιλοδοξεί να δώσει την εξελικτική πορεία της νεοελληνικής τέχνης, ούτε βέβαια απεικονίζει με πληρότητα τα καλλιτεχνικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα. Αποτελεί όμως, έτσι όπως συγκροτήθηκε από τον συλλέκτη, ένα σύνολο από εικόνες εικαστικής δημιουργίας, οι οποίες μπορούν να καταγράψουν τις τάσεις που επικράτησαν από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Μεσοπόλεμο, εποχή που καλύπτει το κύριο περιεχόμενο της συλλογής. Η συλλογή συμπληρώθηκε αργότερα με έργα της νεώτερης καλλιτεχνικής δημιουργίας, κυρίως καλλιτεχνών που έδρασαν μετά τον πόλεμο και έδωσαν το στίγμα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. [...]
Όλγα Μεντζαφού - Πολύζου
(2012) Πάρις Πρέκας, Ζωγραφική και γλυπτική, Μουσείο Μπενάκη
(2008) Έλληνες ζωγράφοι από τη συλλογή της Εθνικής Τράπεζας, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
(2008) Greek Painters from the Collection of the National Bank of Greece, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
(2008) Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα
(2007) Κλασικές μνήμες στη σύγχρονη ελληνική τέχνη, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
(2007) Ο φόβος στην τέχνη και στη ζωή, Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα
(2007) Αντιστοιχίες: Λουλούδια από την ελληνική τέχνη, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
(2006) Παρίσι - Αθήνα 1863-1940, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
(2006) Paris - Athènes 1863-1940, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
(2006) Ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα από τη συλλογή του Κώστα Ιωαννίδη, Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
(2005) Το αγροτικό τοπίο, Κτήμα Μερκούρη
(2001) Δημήτρης Δάβης, Αδάμ - Πέργαμος
(1999) Ιακωβίδης, Αδάμ - Πέργαμος
(1998) Νικολάου, Αδάμ - Πέργαμος
() Συλλογές Ευάγγελου Αβέρωφ, Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα