Εξαντλημένο και χωρίς δυνατότητα παραγγελίας στον εκδότη
Τιμή Λεμόνι: 27,87 €
Η νεοελληνική τοπιογραφία από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα
Όραμα, εμπειρία και ανάπλαση του χώρου
Συγγραφή: · Χάρης Καμπουρίδης
Χάρης Καμπουρίδης
Ο Χάρης Καμπουρίδης είναι σημειολόγος και ιστορικός της τέχνης, πρόεδρος της Εταιρείας Εικαστικών Μελετών - Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης. Διετέλεσε μέλος των επιτροπών προγραμματισμού της Πινακοθήκης Ρόδου και της Εθνικής Πινακοθήκης, σύμβουλος της Κτηματικής Τράπεζας σε θέματα πολιτισμού και επίκουρος καθηγητής Επικοινωνιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπουδασε στην Ελλάδα και στο Άαχεν, όπου και ίδρυσε (1977) το διεθνές επιστημονικό περιοδικό Code: An International Journal of Semiotics. Δημοσίευσε μελέτες σε πρακτικά συνεδρίων και ειδικά περιοδικά, οργάνωσε μουσειακές εκθέσεις για το ΥΠ.ΠΟ και από το 1985 είναι τεχνοκριτικός της εφ. ΤΑ ΝΕΑ. Το 1993 εξελέγη μέλος της Academia Europea. Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, το 1950.
Ζωγραφική επιμέλεια: · Σπύρος Παπαλουκάς
Σπύρος Παπαλουκάς
Ο Σπύρος Παπαλουκάς (Δεσφίνα Φωκίδας 1892 - Αθήνα 1957) ήταν διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος, πρόδρομος της λεγόμενης "γενιάς του '30". Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Academie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών. Το 1921 συμμετείχε ως πολεμικός ζωγράφος στη μικραστιατική εκστρατεία, ενώ το 1923-24 βρέθηκε στο Άγιο Όρος, όπου μελέτησε από κοντά τη βυζαντινή τέχνη. Το 1956 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Στο έργο του πέτυχε μία αρμονική σύμπηξη της βυζαντινής ζωγραφικής και των κινημάτων του μοντερνισμού, χωρίς να χάσει το προσωπικό του γνήσια αυθεντικό, ύφος.
Άγγελος Γιαλλινάς
Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης 1837 - Πειραιάς 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Μόνιμη πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου".
Ιωάννης Αλταμούρας
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας 1852 - Σπέτσες 1878), έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο πατέρας του, ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Ιωάννης ήταν επτά ετών, οπότε η μητέρα του, η σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε σπουδάσει στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα "Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών" της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871-1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873-1876 κοντά στον Carl Frederik Sorensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Όταν επέστρεε στην Ελλάδα άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στη "Σχολή του Μονάχου", η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.
Αιμίλιος Προσαλέντης
Βασίλειος Χατζής
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Οδυσσέας Φωκάς
Γεώργιος Χατζόπουλος
Ο Γεώργιος Χατζόπουλος (Πάτμος, 1859 - Αθήνα,1935), σπούδασε ζωγραφική στο Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Γύζη από το 1883 έως το 1887, χρονιά της επιστροφής του στην Ελλάδα. Το 1891 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων και το 1910 συντηρητής στην Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα ("Παρνασσός" 1901 - 1905, Ελληνική Καλλιτεχνική Εταιρεία 1907) και την Αλεξάνδρεια (1905). Συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους έλληνες τοπιογράφους του τέλους του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Στο έργο του αξιοποίησε τα νεοτεριστικά μηνύματα του γερμανικού ιμπρεσιονισμού.
Συμεών Σαββίδης
Ο Συμεών Σαββίδης (Τοκάτ ή Τοκάτη (αρχαία Ευδοκιάδα) Μικράς Ασίας 1859 - Αθήνα 1927) από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου", θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες έλληνες ζωγράφους τού 19ου αι. Στο έργο του εστιάζεται στην ανθρώπινη μορφή και τα ανατολίτικα ηθογραφικά θέματα. Πραγματοποίησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1878-1880). Με ιδιωτική υποτροφία, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου (1880-1887) με δασκάλους τον Γύζη, τον Ludwig von Lofftz και τον Wilhelm von Diez. Έμεινε στο Μόναχο για πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας ελάχιστα ταξίδια προς την πατρίδα του, την Μικρά Ασία, προκειμένου να συγκεντρώσει θεματικό υλικό για τα έργα του. Παρουσίασε πίνακές του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη. Το 1925 επέστρεψε φτωχός και άρρωστος στην Αθήνα, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Κωνσταντίνος Παρθένης
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Μάρκος Ζαβιτζιάνος
Γεώργιος Ροϊλός
Ο Γεώργιος Ροϊλός (Στεμνίτσα Γορτυνίας, 1867 - Αθήνα, 1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ζωγράφους του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) στην Αθήνα, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1888 πήγε με υποτροφία στο Μόναχο όπου συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Το 1890 πήγε στο Παρίσι για να ολοκλήρωσει τις σπουδές του. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την Έδρα Ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου. Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα.
Επαμεινώνδας Θωμόπουλος
Βικέντιος Μποκατσιάμπης
Ο Βικέντιος Μποκατσιάμπης (Ποταμός Κέρκυρας, 1856 - Αθήνα, 1932), σπούδασε ζωγραφική στη Μασσαλία, τη Φλωρεντία και στην Accademia di San Luca της Ρώμης, όπου και παρέμεινε επί δεκαπενταετία. Το 1900 διορίσθηκε καθηγητής της κοσμηματογραφίας στο Σχολείον των Τεχνών διαδεχόμενος τον Βικέντιο Λάντσα και παρέμεινε στη θέση του επί είκοσι οκτώ χρόνια, οπότε αποχώρησε λόγω ηλικίας (το 1928). Η τοπιογραφία με υδατόχρωμα ήταν η κατεξοχήν ειδικότητά του.
Κωνσταντίνος Μαλέας
Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ου αιώνα (1879-1928). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε αρχιτεκτονική, και συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Παρίσι (1901-1908). Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, το οποίο απελευθέρωσε από την αναπαραστατική ηθογραφία της εποχής, αποδίδοντάς του μια πρωτογενή αισθαντικότητα, που μας είναι γνώριμη από τις μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του.
Δημήτριος Γαλάνης
Ο Δημήτριος Γαλάνης (Αθήνα 1879 - 1966) ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος, Θεωρείται ο θεμελιωτής της χαρακτικής στην Ελλάδα. Το 1897-1899 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και το 1899 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα. Το διάστημα 1900-1902 σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία , πήρε τη γαλλική υπηκοότητα ( αφού κατετάγη πρώτα το 1914 στην Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε στο Γαλλικό στρατό και τη διετία 1915-1917 στο συμμαχικό στρατό ) και αργότερα δίδαξε χαρακτική. Από το 1901-1912 είχε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως γελοιογράφος και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής εκείνης στη Γαλλία. To 1945 εξελέγη καθηγητής χαρακτικής στην Ecole des Beaux Arts και ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1949 ανακηρύχθηκε μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών.
Νικηφόρος Λύτρας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μιχάλης Οικονόμου
Ο Μιχάλης Οικονόμου (Πειραιάς 1884 - Αθήνα 1933), έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το τοπίο. Ενώ ήταν ακόμα μαθητής στο Δραγάτσειο Σχολείο του Πειραιά, πήρε μαθήματα από το ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το 1906 πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε ναυπηγός. Τρία χρόνια αργότερα τον κέρδισε η ζωγραφική. Φοίτησε στην Ecole des beaux arts, ταξιδεύοντας ταυτόχρονα σε όλη τη Γαλλία (αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη) και γνωρίζοντας από κοντά όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Το 1926 επέστρεψε στην Ελλάδα για μια ατομική έκθεση στην αίθουσα Παρνασσός. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα γνωρίζει την Ευτυχία Αργυρίου την οποία και παντρεύεται αμέσως. Αυτός είναι και ο λόγος που επιστρέφει οριστικά από το Παρίσι. Το 1931 εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο όπου και πεθαίνει το Μάιο του 1933.
Βασίλειος Ιθακήσιος
Λυκούργος Κογεβίνας
Ο Λυκούργος Κογεβίνας (Κέρκυρα 1887 - Αθήνα 1940) σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι στην Academie de la Grande Chaumiere και αργότερα στον Academie Jylian. Ξεκίνησε σαν ζωγράφος με έργα ιμπρεσιονιστικά, για να ασχοληθεί κατόπιν αποκλειστικά με τη χαρακτική. Είναι ο πρώτος έλληνας καλλιτέχνης που εισήγαγε στην Ελλάδα την τεχνική της οξυγραφίας. Στα χαρακτικά του έργα ξεκινά με ιμπρεσιονιστικά ζωγραφικά στοιχεία, για να καταλήξει σε μια εικονογραφική-περιγραφική διάθεση.
Βάλιας Σεμερτζίδης
Ο ζωγράφος και χαράκτης Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας, κοστά στον Καύκασο, από ελληνοπόντιο πατέρα και ρωσίδα μητέρα. Το 1923 η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα, όταν ο πατέρας του κινδύνευσε να εκτελεστεί από τους Μπολσεβίκους. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1928-1936), στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Από το 1935 συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, αλλά και σε μεγάλες εκθέσεις στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ανέβηκε στο βουνό, όπου συνέλαβε πολλά από τα θέματά του. Το 1944 εικονογράφησε την αίθουσα του δημοτικού σχολείου όπου έλαβε χώρα το Εθνικό Συμβούλιο του ΕΑΜ στις Κορυσχάδες. Στο πλαίσιο της μετακατοχικής πολιτικής πραγματικότητας, η πρώτη του ατομική έκθεση οργανώθηκε μόλις το 1957 στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός". Το 1964 εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, το τοπίο της οποίας αποτέλεσε μια δεύτερη σημαντική πηγή έμπνευσής του, με την επεξεργασία μιας πολύ προσωπικής τεχνικής στη ζωγραφική και τη χαρακτική του έκφραση. Εκεί δημιούργησε σειρά από συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων. Πέθανε στην Αθήνα το 1983. Τον Μάρτιο του 1977 οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του, χωρίς όμως να λάβει, εν ζωή, την αναγνώριση που του άξιζε. Ακολούθησε η δεύτερη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Μπενάκη, το φθινόπωρο του 2012, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Νίκου Χατζηνικολάου. Έργα του ανήκουν σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές και στην Εθνική Πινακοθήκη.
Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ)
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (Βαρειά Μυτιλήνης 1871 - Μυτιλήνη 1934), ως αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα (20ου). Γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην γραφική περιοχή της Βαρειάς, τόπο που αγάπησε με βάθος και συναίσθημα που το μετέδωσε απλόχερα στο ζωγραφικό του έργο. Περιηγήθηκε, ανήσυχος και ονειροπαρμένος όπως ήταν, απ’ την Σμύρνη ως το Πήλιο και την Λάρισα, όπου δημιουργεί τις δυο πρώτες περιόδους της ζωγραφικής του. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου (1912) επιστρέφει στην Μυτιλήνη για να ολοκληρώσει την τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωγραφικής του. Εκεί τον συναντά ο καταξιωμένος τεχνοκρίτης και εκδότης Τeriade, στον οποίο κυρίως οφείλεται η αναγνώριση της αξίας του ζωγραφικού του έργου και η προβολή του στο διεθνή χώρο.
Φώτης Κόντογλου
Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ' ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο "'Εκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας", έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ' όλα με μεγάλη καρδιά. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908 - 1993). Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, τέταρτο παιδί του Γαβριήλ Πεντζίκη και της Μαρίας το γένος Ιωαννίδου. Είχε τρεις αδερφές, από τις οποίες η Χρυσούλα ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα του δασκάλα. Στο δημοτικό σχολείο πήγε για πρώτη φορά το 1919 στην έκτη τάξη· τα προηγούμενα χρόνια είχε κάνει μαθήματα στο σπίτι. Το 1921 ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και τη Βιέννη. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια Παγκόσμια Γεωγραφία που εγκρίθηκε αρχικά από το Υπουργείο Παιδείας, η έγκριση ωστόσο ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1926 έφυγε για σπουδές oπτικής και φαρμακευτικής στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη Ψυχάρη, και μετά από δυο χρόνια πήρε πτυχίο φυσιολογίας οπτικής. Το 1927 πέθανε ο πατέρας του και η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Από 1928 ως το 1929 σπούδασε Φαρμακευτική και Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου · αποφοίτησε το 1929. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 ως το 1955 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, που έγινε ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά στέκια της πόλης. Από το 1953 και ως το 1969 εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης. Το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος (ώς το θάνατό του ξαναπήγε ενενηντατρείς φορές), όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Το 1940 επιστρατεύτηκε και εκπαιδεύτηκε στο Ληγουριό, δεν πρόλαβε ωστόσο να πολεμήσει, καθώς προηγήθηκε η συνθηκολόγηση με τους γερμανούς. Το 1943 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε για πρώτη φορά σε έκθεση ζωγραφικής στο ανθοπωλείο Ευρυβιάδη Κωνσταντινίδη. Το 1946 αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να συνεταιριστεί στο πατρικό φαρμακείο. Το 1948 παντρεύτηκε τη Νίκη Λαζαρίδου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Γαβριήλ. Γύρω στο 1967 ξεκίνησε η σταδιακή ψυχική απομάκρυνσή του από τα εγκόσμια και η καθημερινή του ενασχόληση με τον "Συναξαριστή" του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που κράτησε ως το τέλος της ζωής του και σημάδεψε την μετέπειτα καλλιτεχνική του παραγωγή. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία και το Στρασβούργο, (1986 και 1989). Ως ζωγράφος πήρε μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (1951), Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης (1952), γκαλερί "Ζυγός" της Αθήνας (1958), αίθουσα "Τέχνη" (1960 και 1966), όγδοη Πανελλήνια Έκθεση Θεσσαλονίκης (1965), Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας (1969), Κύπρος (1970), Λονδίνο (1971), γκαλερί "Κρεωνίδη" (1976), γκαλερί "Κοχλίας" (1982), Ιταλία (1984), Εθνική Πινακοθήκη (1985), Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1985), Κιλκίς (1986), Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο (1986) και αλλού). Πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1993. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με το μυθιστόρημα "Ανδρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος)", υπογράφοντας ως Κοσμάς Σταυράκιος. Από το 1935 άρχισε η μακρόχρονη συνεργασία του με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ("Το 3ο μάτι", "Μακεδονικές Ημέρες", "Φιλολογικά Χρονικά", "Κοχλίας" -του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος από το 1945-, "Το Φύλλο του Λαού", "Η Δευτέρα", "Ο Αιώνας μας", "Μορφές", "Σημερινά Γράμματα", "Διαγώνιος", "Ενδοχώρα", "Ευθύνη", κ.α.), όπου δημοσίευσε πεζογραφήματα, ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα . Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Τιμήθηκε με τη γαλλική διάκριση Palmes d’ Officier d’ Academie (1952), τον Αργυρό σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα (1971), το οφφίκιο του Μεγάλου Άρχοντος Μυρεψού της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (1971), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1982 για το έργο του "Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία"), το βραβείο Gottfried - Herder στη Βιέννη (1989). Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος σε τηλεοπτικές εκπομπές λόγου και σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και έδωσε πολλές διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη εντάσσεται τυπικά στη γενιά του ’30 και μάλιστα ανάμεσα στους πρωτοπόρους συγγραφείς που εισηγήθηκαν τη συνειρμική γραφή υπό την επίδραση του μοντερνισμού στη νεοελληνική πεζογραφία. Διαχωρίζεται ωστόσο από τους συγχρόνους του, κυρίως λόγω της έντασης με την οποία οικειοποιήθηκε και αξιοποίησε τόσο τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και την παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας στο πλαίσιο της ορθοδοξίας (όπως αυτή καλλιεργήθηκε κυρίως από τον Παπαδιαμάντη). Κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολύμορφου έργου του είναι η ευρεία θεματική του (που πηγάζει από ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, θρησκευτικά και άλλα συμφραζόμενα), η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς με παραπομπές στη βυζαντινή εικαστική τέχνη, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη βλ. Γιώργος Αράγης, "Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)", τ. Ζ΄, σ. 46-77, Αθήνα: Σοκόλης, 1993, Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης, "Χρονολόγιο Ν. Γ. Πεντζίκη", στο ένθετο "Επτά Ημέρες" της Καθημερινής, 2/3/1997, σ. 3-7, και ανανεωμένο στην επετειακή ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ: http://pentzikis.ekebi.gr, 2008, Αλέξης Ζήρας, Χρύσανθος Χρήστου, "Πεντζίκης, Νίκος Γαβριήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 8, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Μιχάλης Μερακλής, Ειρήνη Παπακυριακού "Πεντζίκης, Νίκος Γαβριήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 1771-1772. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.). Σε ένα "τυπικό" κείμενο που μας παραδόθηκε, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται ως εξής: "Γεννήθηκα στα 1908. Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ' Δημοτικού, διδαχθείς κατ' οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μού εμφύτευσαν την αγάπη στη γεωγραφία και το δημοτικό τραγούδι. Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μια Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα "H Λαφίνα" και του "Kίτσου η μάνα". Θαύμαζα τον Kαρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας. Φοιτητής στο Παρίσι, η Νορβηγική και γενικότερα η Σκανδιναβική Συμβολιστική λογοτεχνία μ' επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Tότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα". Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Kλωντέλ. Aπό το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Bυζαντινούς χρονικογράφους. Aπό τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα. Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ' έκανε ολοένα και φανατικότερο υπηρέτη και μιμητή των Βυζαντινών συγγραφέων. Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μια μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας. Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι: Ο "Aνδρέας Δημακούδης", το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον "Aνδρέα Δημακούδη" δίνεται μια εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον "Πεθαμένο και ανάσταση", το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγώ ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και τον Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή "Eικόνες" το νόημα αποδίδεται με τη φράση: "H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν' αγαπάμε του άλλου". H "Πραγματογνωσία", περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ' έναν σαραβαλιασμένο, με το 'να πόδι ξύλινο, ναυτικό. H "Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής" είναι μια προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο "Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης" γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Aπό το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Iνστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η "Συνοδεία"· η "Mητέρα Θεσσαλονίκη", είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο "Προς εκκλησιασμό" είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι "Σημειώσεις εκατό ημερών" και τα "Oμιλήματα". Στο "Aρχείον" που είναι ένα βιβλίο εμμέσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, "Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία"."
Σπύρος Βασιλείου
Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξείδι 1903 - Αθήνα 1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι το 1903 και ήλθε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία. Απογοητευμένος από τον άνυδρο τρόπο διδασκαλίας της εποχής, που έδινε έμφαση στην θεωρητική κατάρτιση, ο Βασιλείου και μια ομάδα συμφοιτητών του επαναστάτησαν και απαίτησαν μεταρρυθμίσεις. Η στάση τους ανάγκασε τη Σχολή να αλλάξει διευθυντή και μεθόδους διδασκαλίας, εισήγαγε το εργαστήριο και υιοθέτησε την διδασκαλία μοντέρνων μεθόδων και σχολών ζωγραφικής όπως ο ιμπρεσιονισμός. Ο Βασιλείου αποφοίτησε το 1923. Η καταξίωση του ήταν άμεση και στα επόμενα 60 χρόνια έγινε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες. Εκτός από τους καμβάδες του, παρήγαγε θρησκευτικές εικόνες, ξυλόγλυπτα, εικονογραφήσεις, αφίσες, σκηνικά για το θέατρο, κλπ. Οι εικόνες και τα σχέδια του έχουν αφομοιωθεί πλήρως στην σύγχρονη Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Ο Βασιλείου πίστευε ότι η σύγχρονη Ελληνική τέχνη πρέπει να ενσωματώσει τις επιρροές των διεθνών ρευμάτων χωρίς όμως να χάνει τον Ελληνικό χαρακτήρα της, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από χιλιετίες παράδοσης. Οι ιμπρεσιονιστικοί και μοντερνιστικοί πίνακες του δεν απέχουν ποτέ πολύ από την Βυζαντινή παράδοση εικονογραφίας, όπως την προσάρμοσε ο ίδιος στην σύγχρονη πραγματικότητα. Το χρονολόγιο της ζωής του, με μια ματιά: 1903. Γεννιέται στο Γαλαξείδι. 1921. Μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών. 1929. Κάνει την πρώτη του έκθεση στην αίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου. 1930. Του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. 1934. Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας. 1941. Παντρεύεται την Κική Κωνσταντακοπούλου. 1945. Πρώτη σκηνογραφία για το Εθνικό Θέατρο 1949. Εικονογραφεί το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού. 1950. Ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου το Ελληνικό Χορόδραμα 1960. Κερδίζει το βραβείο Γκουγκενχάιμ. 1961. Σκηνογραφεί την κινηματογραφικήυποψήφια για Όσκαρ "Ηλέκτρα" του Μιχάλη Κακογιάννη. 1969. Εκδίδει το αυτοβιογραφικό "Φώτα και σκιές". 1975. Μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη. 1982. Σκηνογραφεί το 146ο και τελευταίο έργο του. 1985. Πεθαίνει στο σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη. Σήμερα, η οικογένεια του έχει μετατρέψει το ατελιέ και το σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη, σε γκαλερί του έργου του και σε μουσείο.
Κώστας Μαλάμος
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1913. Με κρατική υποτροφία σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Μαθιόπουλο, Αργυρό και Παρθένη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του κέρδισε πολλές διακρίσεις και βραβεία. Το 1937 ίδρυσε φροντιστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά διορίστηκε στο καλλιτεχνικό τμήμα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1960 σε συνεργασία με την ένωση "Οι φίλοι των Ιωαννίνων", ίδρυσε την Πινακοθήκη Μοντέρνας Ελληνικής Τέχνης στα Ιωάννινα. Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Του απονεμήθει το μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών (1984), της Πόλης των Ιωαννίνων (1984), το μετάλλιο της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας (1983), το χάλκινο μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1994). Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Προεδρικό Μέγαρο, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το Δήμο Ιωαννίνων, το Δήμο Αθηναίων, στα Υπουργεία Παιδείας, Εξωτερικών, Βορείου Ελλάδας, σε Ελληνικές Πρεσβείες στο εξωτερικό, κ.α. Για πολλά χρόνια υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Π.Π.Κ.
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Αγήνωρ Αστεριάδης
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1915-1921) με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπύρο Βικάτο, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα. Δίδαξε για πολλά χρόνια ελεύθερο σχέδιο σε διάφορες σχολές και ιδρύματα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη εικαστικών εφαρμογών: σχέδιο, εικονογράφηση βιβλίων, αγιογραφίες, χαρακτικά κ.λπ. με τις ανάλογες τεχνοτροπικές εκφράσεις όπου κυριαρχεί η αφομοίωση του ελληνικού προτύπου (κλασικού, βυζαντινού ή λαϊκού).
κ.ά.
Έκδοση: Μάρτιος 2009 από "Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη"
Σελ.:80 (29χ24), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-98008-3-1
Θέμα: "Τοπίο - Τέχνη" "Ζωγραφική, Ελληνική" "Τέχνη - Κατάλογοι"
- Περιγραφή
- Άλλοι τίτλοι από Χάρης Καμπουρίδης
Χάρης Καμπουρίδης
Kampourídis, ChárisΟ Χάρης Καμπουρίδης είναι σημειολόγος και ιστορικός της τέχνης, πρόεδρος της Εταιρείας Εικαστικών Μελετών - Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης. Διετέλεσε μέλος των επιτροπών προγραμματισμού της Πινακοθήκης Ρόδου και της Εθνικής Πινακοθήκης, σύμβουλος της Κτηματικής Τράπεζας σε θέματα πολιτισμού και επίκουρος καθηγητής Επικοινωνιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπουδασε στην Ελλάδα και στο Άαχεν, όπου και ίδρυσε (1977) το διεθνές επιστημονικό περιοδικό Code: An International Journal of Semiotics. Δημοσίευσε μελέτες σε πρακτικά συνεδρίων και ειδικά περιοδικά, οργάνωσε μουσειακές εκθέσεις για το ΥΠ.ΠΟ και από το 1985 είναι τεχνοκριτικός της εφ. ΤΑ ΝΕΑ. Το 1993 εξελέγη μέλος της Academia Europea. Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, το 1950.
Η νεοελληνική τοπιογραφία από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα- όραμα, εμπειρία και ανάπλαση του χώρου" είναι η πολυπρόσωπη και πολυφωνική θεματική έκθεση που οργανώνει το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη με στόχο την παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της τοπιογραφικής ζωγραφικής στην Ελλάδα.
Η έκθεση έχει ως χρονική αφετηρία μία εποχή όπου ο τόπος, ιδωμένος ως εθνικός και πολιτιστικός χώρος, εκφράζει μια ακόμη φαντασίωση: είτε των Ευρωπαίων που τον αντιμετωπίζουν σαν μία σκηνή στην οποία προβάλλουν την ρομαντική και αργότερα οριενταλιστική οπτική τους, είτε των πρώτων Ελλήνων ζωγράφων που το βλέπουν ως χώρο της ποθητής εθνικής αναγέννησης. Στη συνέχεια, η τοπιογραφία αποτέλεσε ίσως το κυριότερο πεδίο στο οποίο επιδιώχθηκε η ενσωμάτωση της "ελληνικότητας" στις τάσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Η πορεία της έκθεσης καταλήγει στην εποχή μας στην οποία ο τόπος άλλοτε μεταλλάσει την εικόνα του και άλλοτε γίνεται ένα με την πραγματικότητα. [...]
Βασίλης Θεοχαράκης
(2013) Μακρουλάκης, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
(2011) Σωτήρης Σόρογκας, 50 χρόνια ζωγραφική, Μουσείο Μπενάκη
(2011) Θόδωρος, γλύπτης, Μουσείο Μπενάκη
(2010) Μάκης Θεοφυλακτόπουλος: Τύχες της ύλης, Μουσείο Μπενάκη
(2009) Trauma Queen, Futura
(2009) Το βλέμμα του χρόνου. Ιστορίες εικόνων, Μουσείο Μπενάκη
(2009) The Perspective of Time Pictorial Histories, Μουσείο Μπενάκη
(2008) Αχιλλέας Δρούγκας, Αδάμ - Πέργαμος
(2008) Θεοχαράκης: ζωγραφική 1952 - 2008, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
(2008) Theocharakis: Pittura 1952 -2008, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
(2007) Το πορτρέτο και η κρίση της αναπαράστασης, Μουσείο Μπενάκη
(2007) Σωτήρης Σόρογκας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Θεοχαράκης: Ζωγραφική 1952-2007, Μουσείο Μπενάκη
(2007) Εικαστικό πανόραμα στην Ελλάδα 2007, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
(2005) Ιερή και βέβηλη: όψεις της γυναίκας στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική 1930-2005, Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
(2003) Νέα εικονολατρεία, Ergo
(1994) Droungas, Αδάμ - Πέργαμος
(1987) Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Ολκός