*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 8,99 €
Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012: Αρκεί η φωνή του ηθοποιού
Συγγραφή: · Μάριος Πλωρίτης
Μάριος Πλωρίτης
Συγγραφέας, κριτικός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης, επιφανής μορφή του μεταπολεμικού θεάτρου, ο Μάριος Πλωρίτης που το πραγματικό του όνομα ήταν Μάριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1919 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, αλλά στη συνέχεια αφοσιώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στα γράμματα και στο θέατρο. Η παρουσία του στην πνευματική ζωή χρονολογείται από τα χρόνια της Κατοχής οπότε, νεαρός ακόμα, συμμετείχε στην ομάδα του Καρόλου Κουν που ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης (1942). Την ίδια εποχή δημοσίευσε και την πρώτη του μετάφραση έργου του Πιραντέλλο "Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" και δυο χρόνια αργότερα συνέβαλε στη δημιουργία του εκδοτικού οίκου "Ίκαρος". Έκτοτε μετέφρασε πάμπολλα έργα γνωστών συγγραφέων (Μπέρναρ Σω, Ίψεν, Ανουίγ, Μπρεχτ, Πίντερ, Στρίντμπεργκ κ.ά.) και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα ως σκηνοθέτης. Το 1950 παντρεύτηκε την Έλλη Λαμπέτη, με την οποία χώρισαν το 1953. Εκτός από την συγγραφική-καλλιτεχνική δράση του, ο Πλωρίτης επέδειξε ενδιαφέρον και για τα πολιτικά δρώμενα και με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα άσκησε σφοδρή κριτική στις επιλογές των κυβερνήσεων του συντηρητικού χώρου, ιδίως μετά τα "Ιουλιανά" του 1965. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος 1967-1974 διέμεινε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε πλούσια αντιδικτατορική δραστηριότητα. Μετά τη μεταπολίτευση αφοσιώθηκε κυρίως στα πνευματικά του ενδιαφέροντα, ενδιαφερόμενος πάντα για τα διαδραματιζόμενα στην πολιτική και εθνική ζωή. Ο Μάριος Πλωρίτης πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 2006.
Κάρολος Κουν
Σωκράτης Καραντινός
Ίων Δραγούμης
Ίων Δραγούμης (1878 - 1920). Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα, γόνος οικογένειας πολιτικών και γιος του αγωνιστή, βουλευτή, Υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη και λόγιου, Στέφανου Δραγούμη. Σπούδασε Nομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1899 ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο, υπηρετώντας στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1897 κατατάχτηκε εθελοντικά στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ υπήρξε βασικός συνεργάτης του Παύλου Μελά στην οργάνωση της άμυνας έναντι των Βούλγαρων, πολέμησε στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο ως απλός δεκανέας και το 1902 τοποθετήθηκε με δική του αίτηση υποπρόξενος στο Προξενείο Μοναστηρίου. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως πρόξενος στις Σέρρες (1903), τον Πύργο Βουλγαρίας και τη Φιλιππούπολη (1904), την Αλεξάνδρεια και το Δεδεαγάτς (1905) και το 1907 τοποθετήθηκε στην πρεσβεία Κωνσταντινούπολης. Το 1908 ίδρυσε από κοινού με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη την Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως, η οποία είχε ως στόχο της την επίτευξη ισοπολιτείας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη σύμπραξη ελλήνων και τούρκων για τη δημιουργία ενιαίου κράτους στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1909 οργάνωσε το Β΄ πολιτικό τμήμα ανατολικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών και υπηρέτησε αρχικά στην πρεσβεία της Ρώμης και στη συνέχεια του Λονδίνου, ενώ μετά από περιοδεία του σε πρεσβείες και γενικά προξενεία στα Βαλκάνια, επανατοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, θέση από την οποία διοργάνωσε το 1911 το συνέδριο των Δωδεκανησίων στην Πάτμο, που διαλύθηκε από τους Ιταλούς (είχε προηγηθεί η ιταλική κατάκτηση των Δωδεκανήσων), πρόλαβε ωστόσο να προβάλει το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα ή αυτονομία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου διετέλεσε σύμβουλος του διαδόχου Κωνσταντίνου, παρακολούθησε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο άρχισε ήδη να εκδηλώνει πολιτική διάσταση. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως επιτετραμμένος στη Βιέννη και το Βερολίνο, θέση από την οποία αρνήθηκε να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των ελληνικών πληθυσμών Θράκης και Δυτικής Μικρασίας με τους τουρκικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Στη συνέχεια διορίστηκε στην πρεσβεία της Πετρούπολης. Το 1915 παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα και εκλέχτηκε ανεξάρτητος βουλευτής του νομού Φλώρινας. Επικριτής του παλατιού για την πολιτική στο χώρο της Μακεδονίας, που οδήγησε στην παράδοση των ανατολικών περιοχών στους Βούλγαρους, αντιτάχτηκε ωστόσο και στην πολιτική του Βενιζέλου που οδήγησε στην έξωση του Κωνσταντίνου, ενώ επέκρινε και την ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία, στάση που τον οδήγησε στην εξορία, αρχικά στην Κορσική και στη συνέχεια στη Σκόπελο. Πατριώτης στα όρια του εθνικισμού, ο Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας από την υπηρεσία σωματοφυλακής του Βενιζέλου (με αρχηγό τον Παύλο Γύπαρη), όταν μαθεύτηκε η απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στο Παρίσι. Στο χώρο των γραμμάτων ο Δραγούμης έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, και των συνεργασιών του με το Νουμά του Δημητρίου Ταγκόπουλου (με το ψευδώνυμο Ίδας). Υπήρξε επίσης συνιδρυτής του περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις. Το λογοτεχνικό έργο του περιλαμβάνει εθνικοπατριωτικά μυθιστορήματα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ίωνα Δραγούμη βλ. Βερέμης Θάνος, «Δραγούμης Ίων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κουμαριανού Αικατερίνη, «Ίων Δραγούμης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ.ΙΑ΄, σ.8-49. Αθήνα, Σοκόλης, 1998, Χρυσανθόπουλος Επαμ., «Δραγούμης Ίων», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Ω., «Δραγούμης Ιωάννης ή Ίων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 9. Αθήνα, Πυρσός, 1929, και «Χρονογραφία του Ίωνος Δραγούμη», Τετράδια Ευθύνης 7, 1978, σ.147-149. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911). Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ, θέση την οποία διατήρησε ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του. Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής (από το Νοέμβριο του 1892 ως το Μάρτιο του 1893) στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσιεύσει δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή "Orphische Lieder" και το δράμα "Die graue Frau", και τα δυο έντονα επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού. Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του "Tagebucher". Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το πανεπιστήμιο. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη "Νέα Σκηνή", θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης (εισήγαγε την έννοια του σκηνοθέτη και τις σύγχρονες τεχνικές της υποκριτικής, ανανέωσε το ρεπερτόριο παρουσιάζοντας στο αθηναϊκό κοινό έργα του Ίψεν, του Τολστόι, του Τουργκένιεφ, όλα μεταφρασμένα από τον Χρηστομάνο, καθώς και Έλληνες συγγραφείς, όπως Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο κ.ά. Επίσης, παρουσίασε μεταφράσεις αρχαίας τραγωδίας στη δημοτική γλώσσα). Η "Νέα Σκηνή", αν και καλλιτεχνικά αποτέλεσε σημείο αναφοράς του νεοελληνικού θεάτρου, κατέστρεψε οικονομικά τον Χρηστομάνο, εξωθώντας τον να εγκαταλείψει την προσπάθειά του το 1905 και να αφοσιωθεί έκτοτε στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο "Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ". Σελίδες ημερολογίου με πρόλογο του Μ. Μπαρρές και άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα "Η κερένια κούκλα" στην εφημερίδα "Πατρίς", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1911.Την ίδια χρονιά ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του "Τα τρία φιλιά". Πέθανε στην Αθήνα το 1911.
Τάσος Λιγνάδης
Τάσος Λιγνάδης (1926 -1989). Ο Τάσος Λιγνάδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων βίωσε τη γερμανική κατοχή ως μέλος της Αντιστασιακής Οργάνωσης ΕΣΑΣ και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στον παράνομο Τύπο ως αρθρογράφος στα περιοδικά Μαθητικά Γράμματα και Νεανική Φωνή. Με την Απελευθέρωση γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου πήρε μέρος στο φοιτητικό κίνημα ως ιδρυτικό μέλος της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγου Πανεπιστημίου) και πρόεδρος της ΠΕΚΕ (Πανσπουδαστική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1970 με τίτλο της διατριβής του Το πρώτο Δάνειον της Ανεξαρτησίας. Το 1955 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Μωραΐτη και το 1963 εκλέχτηκε λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Φιλοσοφική Σχολή, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της Απριλιανής Δικτατορίας. Εργάστηκε επίσης στη Σχολή Αηδονοπούλου, στο Pierce College , και στο Λύκειο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Σχολή Μωραΐτη οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις, ενώ την περίοδο της Μεταπολίτευσης διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, θέση που κράτησε ως το 1980. Στο Εθνικό Θέατρο εργάστηκε επίσης ως καθηγητής στη δραματική σχολή. Από το 1977 εργάστηκε στην ΕΡΤ ως σύμβουλος προγράμματος με αρμοδιότητες στο χώρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, διέκοψε ωστόσο τη συνεργασία του, λόγω ιδεολογικών διαφωνιών. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1955 από τις σελίδες του περιοδικού της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού Νέον Αθήναιον, όπου δημοσίευσε πολλές μελέτες ως το 1963. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά και εφημερίδες όπως τα : Ελληνικά Χρονικά του Λουκή Ακρίτα (1952-1954), Νέα Πορεία (Θεσσαλονίκης), Λόγος (1947), Χρονικό (1972), Νέα Εστία, Επίκαιρα, Νίκη, Εσπερινή, Μεσημβρινή, Η Καθημερινή. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λιγνάδη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Λιγνάδης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Σταμέλος Δημήτρης, «Λιγνάδης Τάσος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Φαίδων Κουκουλές
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και "να μπει στα πολιτικά", "μα τα παραίτησεν" για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος "εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου", όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ' ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του. Eξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Aξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό Aρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση". Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί και μια άλλη φημολογία, κατά την οποία ο Aλέκος Σεγκόπουλος, θαυμαστής της ποίησης και βασικός κληρονόμος της διαθήκης, υπήρξε γιος του Kαβάφη. Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tην ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Aλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του "Ίκαρου" που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963. Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στο περιοδικό "Παναθήναια" (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Mπέρτολντ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες". (Πηγή: "K.Π. Kαβάφης: επίσημος, κρυμμένος και ατελής", "Eρμής",1995)
Παύλος Νιρβάνας
Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Το πρώτο έργο του Γιώργου Σεφέρη είναι η συλλογή "Στροφή" που δημοσιεύτηκε το 1931. Η συλλογή του αυτή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση. Ακολούθησαν η "Στέρνα" (1932) και το "Μυθιστόρημα" (1935). Ένα χρόνο μετά γράφει την "Γυμνοπαιδία", και το 1938 απαντώντας στο δοκίμιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημοσιεύει το "Διάλογος πάνω στην ποίηση". Το 1940 δημοσιεύονται το "Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937", και το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄" τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα, όπως τα ποιήματα "του κ. Στράτη θαλασσινού" και "Ο Βασιλιάς της Ασίνης" καθώς επίσης και μία συλλογή των ως τότε δημοσιευμένων έργων του με τίτλο "Ποιήματα". Το 1944 δημοσιεύεται το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" το οποίο γράφτηκε στην Αίγυπτο και την Νότια Αφρική, όπου ο Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" ακολουθούν η τριμερής "Κίχλη", (1947) που από πολλούς θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιώργου Σεφέρη, και η συλλογή "..Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν" η οποία κυκλοφόρησε το 1955, εν μέσω του Κυπριακού Αγώνα, και αργότερα μετονομάστηκε σε "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄". Το 1950 δημοσιεύτηκε η συλλογή "Ποιήματα 1924-1946", που είναι μια εμπλουτισμένη έκδοση της πρώτης συλλογής των έργων του ("Ποιήματα Ι"). Η τελευταία συλλογή που τύπωσε ο Γιώργος Σεφέρης όσο ζούσε και η οποία δημοσιεύτηκε 11 χρόνια μετά το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄" είναι τα "Τρία Κρυφά Ποιήματα" (1966). Το κύκνειο άσμα του ποιητή είναι το "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄", το οποίο εκδόθηκε το 1976, με επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τις περισσότερες εκδόσεις έργων του ποιητή. Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Σεφέρης έχει κάνει αξιολογότατες μεταφράσεις, όπως την "Έρημη Χώρα" (1936) και το "Φονικό στην Εκκλησιά" (1963) του Τ.Σ. Έλλιοτ, το "Άσμα Ασμάτων" (1965), την "Αποκάλυψη του Ιωάννη" (1966), τις "Αντιγραφές" (1965, περιέχει έργα Ευρωπαίων και Αμερικανών ποιητών όπως Ezra Pound, Andre Gide, Paul Eluard, Pierre-Jean Jouve), και τις "Μεταγραφές" (1980, περιέχει κείμενα της αρχαίας γραμματείας). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τα δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Έγραψε για τον Κάλβο, τον Δάντη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Έλιοτ. Εκδόθηκαν με τον τίτλο "Δοκιμές" (1944, έκδοση σε δύο τόμους το 1974 από τον Ίκαρο, σε επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη· ο τρίτος τόμος επίσης από τον Ίκαρο εκδόθηκε το 1992 με επιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου.) Επίσης, υπάρχει το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, με γενικό τίτλο "Μέρες" το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1975, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του (Α΄-Ζ΄, 1925-1960· το 2001 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ίκαρος, ο τελευταίος τόμος του ημερολογίου, "Μέρες Η΄", ο οποίος καλύπτει την τελευταία δεκαετία της ζωής του, με επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου-Davis), από το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για τον ίδιο και το έργο του, όσο και για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν ακόμη οι δύο πρώτοι τόμοι του "Πολιτικού ημερολογίου" (εκδόσεις Ίκαρος, 1979 και 1985 αντίστοιχα) σε επιμέλεια Αλέξανδρου Ξύδη. Εκτός από τα παραπάνω ο Σεφέρης έγραψε και το "Χειρόγραφο Σεπτέμβρη '41", και το μυθιστόρημα "Έξι νύχτες στην Ακρόπολη" που μολονότι άρχισε να γράφεται το 1926-1928 εκδόθηκε το 1974. Το τελευταίο τμήμα των γραπτών του Σεφέρη αποτελούν οι αλληλογραφίες του, με πρώτη εκδοθείσα αυτήν με τον Γιώργο Θεοτοκά (1930-1966). Ακολουθούν (διαδοχικά) οι αλληλογραφίες με τον Αδαμάντιο Διαμαντή (Κύπριο ζωγράφο, 1953-1971), με τον Ανδρέα Καραντώνη (1931-1960), με τη σύζυγό του Μαρώ Σεφέρη (Α΄τόμος, 1936-1940), με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (1948-1968) και με τον Edmund Keeley (1951-1971).
Φώτος Πολίτης
Ο Φώτος Πολίτης (1890-1934) υπήρξε μεγάλος "θεατράνθρωπος" της εποχής του μεσοπολέμου, που υπηρέτησε το θέατρο με πολλές ιδιότητες: του μεταφραστή, του σκηνοθέτη, του κριτικού, του συνεργάτη του Εθνικού Θεάτρου. Σπούδασε νομικά στη Γερμανία, όπου απέκτησε θεατρική παιδεία, επηρεασμένος από τις απόψεις του Max Reinhardt για τη νεωτερική προσέγγιση του αρχαίου ελληνικού δράματος και του σύγχρονου θεάτρου. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη θεατρική κριτική, γράφοντας στις εφημερίδες "Πρωία" και "Πολιτεία", και παράλληλα με την ποίηση και τη θεατρική γραφή. Το 1919 μετέφρασε και σκηνοθέτησε τον "Οιδίποδα Τύραννο", με τον Αιμίλιο Βεάκη στον ομώνυμο ρόλο, σε μια παράσταση που άφησε εποχή. Από το 1932 ως το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο ως σκηνοθέτης και συνέβαλε στη στελέχωσή του με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του θεατρικού χώρου και τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Αν και ήταν ανοιχτός στις σύγχρονες επιρροές και οι παραστάσεις του ήταν συχνά πειραματικές, επέμενε στη σημασία διατήρησης του κλασικού ρεπερτορίου στο θέατρο, έργο που συνέχισαν οι διάδοχοί του Δημήτρης Ροντήρης και Αλέξης Μινωτής.
Γιώργος Θεοτοκάς
Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του δικηγόρου Μιχαήλ Θεοτοκά και της Ανδρονίκης το γένος Νομικού. Στην Κωνσταντινούπολη τέλειωσε το Ελληνογαλλικό Λύκειο και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Το 1925 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά (για τη δράση του κινδύνευσε το 1926 να αποβληθεί από το Πανεπιστήμιο) και υποδέχτηκε τον Γιάννη Ψυχάρη στη Χίο. Μετά την αποφοίτησή του (1927) έφυγε για τρία χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στο Λονδίνο έγραψε το πρώτο του βιβλίο "Ελεύθερο Πνεύμα", που θεωρήθηκε ως το μανιφέστο της γενιάς του Τριάντα (δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1929). Το 1929 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε πολλά κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το 1940 κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό και πολέμησε στην Αλβανία.Το 1948 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Ναυσικά Στεργίου, η οποία πέθανε το 1959. Το 1952 ταξίδεψε στην Αμερική, το 1955 έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στο νομό Χίου, χωρίς επιτυχία. Το 1966 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη. Πέθανε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα "Το Βήμα", ενώ υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Εποχές". Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού "Νέα Γράμματα" (1935). Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1945-1946 και 1951-1952) και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στις διεθνείς συναντήσεις της Γενεύης και στο Διεθνές Συνέδριο του Εδιμβούργου. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1939 για το μυθιστόρημα "Το δαιμόνιο") και το Α’ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1957 για το έργο του "Τα προβλήματα του καιρού μας"). Ο Γιώργος Θεοτοκάς τοποθετείται στη γενιά του ’30, της οποίας υπήρξε ένα από τα πολυγραφότερα πρόσωπα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Με το έργο του έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της γενιάς του Τριάντα για την ελληνικότητα, η οποία πηγάζει παράλληλα από την ελληνική παράδοση (αρχαιοελληνική, βυζαντινή, λαϊκός πολιτισμός) αλλά και από την ευρωπαϊκή παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα. Ο αφηγηματικός του λόγος επηρεάστηκε έντονα από την ελληνική πεζογραφική δημιουργία του 19ου αιώνα. Από τα έργα του σημειώνουμε ως ορόσημα τον "Λεωνή", τους "Ασθενείς και οδοιπόρους", το "Δαιμόνιο" και την "Αργώ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θεοτοκά βλ. Αργυρίου Αλεξ. - Γεωργουσόπουλος Κώστας, "Θεοτοκάς Γιώργος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Γιαλουράκης Μανώλης, "Θεοτοκάς Γιώργος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Τζιόβας Δημήτρης, "Χρονολόγιο Γιώργου Θεοτοκά", Διαβάζω 137, 12/2/1986, σ.8-11 και Αράγης Γιώργος, "Γιώργος Θεοτοκάς", Η Μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Δ΄, σ.8-81. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Άλκης Θρύλος
Άλκης Θρύλος (1896-1971). Ψευδώνυμο της Ελένης Νεγρεπόντη, συζύγου του Κώστα Ουράνη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την κριτική. Συνεργάτις του περιοδικού "Νέα Εστία", κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής από το 1927 και ως το τέλος της ζωής της, ενώ συνεργάστηκε επίσης με το "Νουμά" του Ταγκόπουλου και την "Ακρόπολη" του Βλάση Γαβριηλίδη, τον "Πυρσό", το "Βωμό", την "Ελληνική Δημιουργία", την "Αρμονία", την "Καινούργια Εποχή" και άλλα έντυπα. Διετέλεσε μέλος της επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου και σύμβουλος της Ένωσης θεατρικών και μουσικών κριτικών, ενώ ίδρυσε την Ομάδα των Δώδεκα. Το 1969 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όπου και άφησε την περιουσία της. Ασχολήθηκε με το θέατρο ως συγγραφέας του μονόπρακτου έργου "Φλοίσβος", που παραστάθηκε το 1916, εξέδωσε επίσης κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων, κυρίως ωστόσο ασχολήθηκε με το δοκίμιο και την κριτική. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ελένης Ουράνη βλ. Γεωργουσόπουλος Κώστας, "Θρύλος Άλκης", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό{, τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Θρύλος Άλκης", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 7, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κώστας Βάρναλης
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1884-1974). Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και γράφτηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902 και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα με υποτροφία του κληροδοτήματος του Νικόλαου Παρασκευά από τη Βάρνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία. Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατιά Αττικής. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννης Κεφαληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του Η ποίηση στη ζωή μας. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη . Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, το 1856 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Οργή Λαού, γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935. Η πορεία του Βάρναλη στο χώρο της ποίησης ξεκίνησε το 1904, όταν εξέδωσε τις Κηρύθρες, την πρώτη του ποιητική συλλογή με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρέυμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες. Με τον Προσκυνητή πέρασε σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση και υιοθέτησε ένα μεσσιανικό πρότυπο της ποιητικής ιδιότητας, ενώ με το Φως που καίει σηματοδοτήθηκε η τελευταία ιδεολογική του μεταστροφή, αυτή τη φορά προς την κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία με τη παράλληλη όμως παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων. Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί και στα κριτικά του κείμενα. Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο του αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Βάρναλη, βλ. Μαλάνος Τίμος, «Βάρναλης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12, σ.731-738. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μιχαηλίδη Θεανώ Ν., «Βάρναλης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Εργο-βιογραφικό χρονολόγιο του Κώστα Βάρναλη», Διαβάζω88, 22/2/1984, σ.6-11. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κοσμάς Πολίτης
Κοσμάς Πολίτης (1888-1974). Ο Κοσμάς Πολίτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Παρασκευά Ταβελούδη) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του εμπόρου Λεωνίδα Ταβελούδη από τη Λέσβο και της Καλλιόπης το γένος Χατζημάρκου από το Αϊβαλί. Το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Σμύρνη, μετά από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Εκεί πήρε ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών και Γαλλικών. Το 1900 πέθανε η μητέρα του και ο Πάρις (όπως τον φώναζαν οι δικοί του ) ανατράφηκε από την αδερφή του Μαρία. Στη Σμύρνη φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αμερικανικό Κολλέγιο (από το οποίο δεν αποφοίτησε) και εργάστηκε στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911), σε υποκατάστημα της Εταιρείας Wiener Bank-Verein (1911-1919) και στην τράπεζα Credit Foncier d’ Algerie et de Tunisie (1919-1922). Το 1917 παντρεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι που καταγόταν από την Αυστροουγγαρία, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Φοίβη. Το Σεπτέμβρη του 1922 έφυγε με την οικογένειά του για τη Μασσαλία και το Παρίσι, όπου εργάστηκε στην εκεί Credit Foncier d’ Algerie et de Tunisie και το 1923 έφυγε για την Αγγλία. Εργάστηκε στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας του Λονδίνου και το 1924 επέστρεψε στην Ελλάδα ως υποδιευθυντής στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας στην Αθήνα. Το 1934 ζήτησε μετάθεση στην Πάτρα, όπου έζησε ως το 1942 αντιμετωπίζοντας έντονα οικονομικά προβλήματα, λόγω του δανείου που είχε πάρει για να χτίσει το σπίτι του στο Παλαιό Ψυχικό (που δημεύτηκε το 1945 από το Δημόσιο και ο Πολίτης αναγκάστηκε να πληρώνει ενοίκιο ως το θάνατό του). Παράλληλα αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και το 1942 απολύθηκε από τη θέση του, καθώς η διεύθυνση της τράπεζας έκρινε πως έκανε κατάχρηση αναρρωτικών αδειών κατά τη διάρκεια σοβαρής αρρώστιας της κόρης του (πέθανε την ίδια χρονιά πάνω στη γέννα της, το ίδιο και το παιδί της· ο θάνατός της στάθηκε καθοριστικός για την επανασύνδεση του Πολίτη με την Κλάρα). Από το 1942 και ως το θάνατό του το βασικό μέσο βιοπορισμού του ήταν οι μεταφράσεις (από το 1945-1946 εργάστηκε ως μεταφραστής στο Βρετανικό Συμβούλιο και στο περιοδικό "Ελληνοαγγλική Επιθεώρηση"). Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ και ιδρυτικό μέλος της ΕΔΑ, με την οποία έθεσε υποψηφιότητα στις εκλογές του 1951 στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί. Το 1961 έγινε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (είχε προηγηθεί άρνηση της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών να τον δεχτεί, καθώς αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας για την αριστερή του δράση). Το 1967 πέθανε η γυναίκα του και ο Πολίτης συνελήφθη από την Ασφάλεια της δικτατορίας. Το 1973 μπήκε στον Ευαγγελισμό λόγω αναπνευστικής και καρδιακής ανεπάρκειας, μεταφέρθηκε για λίγο στον οίκο ευγηρίας "Relax Palace" στο Μαρούσι και ένα χρόνο αργότερα ξαναμπήκε στον Ευαγγελισμό, όπου πέθανε. Η πρώτη εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στο χώρο της λογοτεχνίας έγινε σε ηλικία 42 ετών με την έκδοση του "Λεμονοδάσους" (1930), που γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από τον κόσμο των γραμμάτων, ενώ ο ίδιος δήλωνε "ερασιτέχνης συγγραφέας". Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πάτρα έγραψε την "Eroϊca", που μοιράστηκε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1939, από κοινού με τον Μενέλαο Λουντέμη, και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1960 από τον Μιχάλη Κακογιάννη (βραβείο σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1961, και συμμετοχή στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Λονδίνου). Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος (1960 για την "Κορομηλιά") και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1964 για το "Στου Χατζηφράγκου"). Ο Κοσμάς Πολίτης θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πεζογραφίας της γενιάς του ’30. Στο σύνολο του πεζογραφικού του έργου κυριαρχεί η αγωνιώδης αναζήτηση του απόλυτου ιδεώδους (συχνά τραγική λόγω της επίγνωσης της χιμαιρικής φύσης μιας τέτοιας αναζήτησης), η οποία εκφράζεται άλλοτε μέσω μιας ιδεαλιστικής, αισθητιστικής και κοσμοπολίτικης γραφής, που συνδυάζει ρεαλιστικά στοιχεία με λυρικές εξάρσεις και κινείται στα πλαίσια της μυθοποίησης της ζωής, και άλλοτε με μια πιο άμεση ιδεολογική στροφή προς τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής (εντονότερη στα έργα του μετά την εισχώρησή του στο ΚΚΕ με αφετηρία "Το Γυρί"). Το τελευταίο εξολοκλήρου σωζόμενο έργο του "Στου Χατζηφράγκου" έχει ως αφορμή τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Σμύρνη και κατά κάποιο τρόπο συνοψίζει το σύνολο της δημιουργίας του. Άλλα έργα του είναι: "Εκάτη", μυθιστόρημα, 1933, "Κωνσταντίνος ο Μέγας", θεατρικό, 1957, "Μάρκο Πόλο", πρωτότυπη εργασία πάνω στα ταξίδια του, 1967, αρκετά διηγήματα, το μυθιστόρημα "Τέρμα", το οποίο έμεινε ημιτελές (α' εκδ. 1975) και το αφήγημα "Καϊάφας" (α' εκδ. 1976). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κοσμά Πολίτη βλ. Νόρα Αναγνωστάκη, "Κοσμάς Πολίτης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939)", τ. Ζ΄, σ.252-309, Αθήνα: Σοκόλης, 1993· Αλέξης Ζήρας, "Πολίτης Κοσμάς", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 8, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988· Peter Mackridge, "Χρονολόγιο Κοσμά Πολίτη (Πάρι Ταβελούδη)", περιοδικό "Διαβάζω" τ. 116, 10/4/1985, σ.8-12· Peter Mackridge, "Ο Κοσμάς Πολίτης και η εποχή του ως το 1937" και "Προσθήκες στη βιογραφία του Κ. Πολίτη (μετά το 1937)", στο Κοσμάς Πολίτης, "Eroϊca", επιμ. Peter Mackridge, σ. στ΄-κα΄, Αθήνα: Ερμής/"Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη", 1982· Αλέξης Ζήρας, "Πολίτης Κοσμάς", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1841-42. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Κώστας Ταχτσής
Κώστας Ταχτσής (1927-1988). Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η "Συμφωνία του 'Μπραζίλιαν'" (1954) και το "Καφενείο 'Το Βυζάντιο'" (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας "Το παιδί και το δελφίνι" ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε "Το τρίτο στεφάνι", το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Πάλι" (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη "Δήλωση των 18" κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα "Το τρίτο στεφάνι", μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης. Ο συν-εκδότης του περιοδικού "Πάλι" Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό "Αντί", τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: "Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου": "Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. [...] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο "αριστοφανικός", δεν ήταν ποτέ "παρωδικός". Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς." Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ταχτσή βλ. Αλέξης Ζήρας, "Ταχτσής Κώστας", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, "Κώστας Ταχτσής", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", Ζ΄, σ. 250-289, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Αλέξης Ζήρας, Γεωργία Θεοφάνη, "Ταχτσής Κώστας", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007 και την αυτοβιογραφία του: "Το φοβερό βήμα", Αθήνα, Εξάντας, 1989. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Λίνος Πολίτης
Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σολωμιστής φιλόλογος, παλαιογράφος, αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Λίνος Πολίτης (1906-1982), γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου το 1931 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Συνέχισε με σπουδές κλασικής και βυζαντινής φιλολογίας στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Επιμελητής στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1929 έως το 1948 και έφορος αρχαιοτήτων στην Πάτρα από το 1943 έως το 1945. Το 1948 αναλαμβάνει την έδρα Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έως και την παραίτησή του το 1969. Ιδρυτής και πρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας "Τέχνη" (1951-1976), συνδιευθυντής με τον Κυριακίδη του περιοδικού "Ελληνικά". Το 1980 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ιδρυτικό μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (1966) και εμπνευστής του Παλαιογραφικού Αρχείου του ιδρύματος. Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύθηκαν σε πρακτικά, επετηρίδες και περιοδικά ("Αγγλοελληνική Επιθεώρηση", ΕΕΦΣΠΘ, "Ελληνικά", "Κρητικά Χρονικά", "Νέα Εστία", "Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών", "Φιλόλογος", κ.ά.). Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Α.Ε., Ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Απλός Αναγνώστης, Δάσκαλος, Ο Αθηναίος. Πέθανε το 1982 στην Αθήνα. (Πηγή: Αρχείο Σύγχρονων Συγγραφέων, ΕΚΕΒΙ)
Μιχαήλ Χουρμούζης
Ευάγγελος Π. Παπανούτσος
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης και Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, του γερμανικού Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Και "τιμής ένεκεν" διδάκτωρ του Δικαίου, του σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέου. Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι πασίγνωστη. Υπηρέτησε την εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, έως ότου (μετά την απελευθέρωση της χώρας) διορίστηκε γενικός διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά στον μορφωτικό σύλλογο "Αθήναιον". Διετέλεσε αντιπρόεδρος του "Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου" και βουλευτής επικρατείας στην πρώτη Δημοκρατική Βουλή. Με τη διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού "Παιδεία" (1946-1961) και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1954-1958). Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Πέθανε το 1982.
Οδυσσέας Ελύτης
Το πραγματικό του όνομα είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλης και γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από την Λέσβο. Το 1914 η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του ο νεαρός Οδυσσέας και στη συνέχεια άρχισε πανεπιστημιακές σπουδές στη Νομική Σχολή που τις εγκατέλειψε το 1936 για να υπηρετήσει τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα γράμματα ο Ελύτης εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα" που συγκέντρωνε τους περισσότερους λογοτέχνες της ονομαζόμενης "Γενιάς του Τριάντα". Η γνωριμία του τον ίδιο χρόνο με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ενίσχυσε τις επαναστατικές υπερρεαλιστικές του απόψεις. Κατά την ιταλική επίθεση το 1940 κατά της Ελλάδας κατατάχτηκε στο στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Στην κατεχόμενη Αθήνα έγραψε τον "Ήλιο τον πρώτο" και τα πρώτα σημαντικά πεζά του. Από το 1948 ως το 1951 πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια στη δυτική Ευρώπη, με ορμητήριο το Παρίσι, όπου, μέσα στο εχθρικό γι' αυτόν κλίμα της υπαρξιακής στράτευσης, στερεώθηκαν οι δικές του πεποιθήσεις, αυτές που διακυρύσσονται στο "Άξιον Εστί". Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, ανάμεσα στο σύνθημα "η φαντασία στην εξουσία" που εξήγγειλε η επανάσταση του Μάη, και τη δυσφορία για την Απριλιανή δικτατορία στην Ελλάδα, έγραψε τα ποιήματα "Το φωτόδεντρο", "Το μονόγραμμα", "Ο ήλιος ο ηλιάτορας", "Τα ρω του έρωτα". Στην Αθήνα επέστρεψε το 1971. Την περίοδο αυτή και ως την βράβευσή του το 1979 από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ, έγραψε πεζά κείμενα για το Θεόφιλο ("Ο ζωγράφος Θεόφιλος", 1973), τον Παπαδιαμάντη ("Η μαγεία του Παπαδιαμάντη", 1974), τον Εμπειρίκο ("Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο", 1979) και το "σκηνικό ποίημα" "Η Μαρία Νεφέλη" (1978). Πριν και ύστερα από το διεθνές βραβείο, ανακηρύχτηκε διδάκτορας από διάφορα πανεπιστήμια, όπως της Θεσσαλονίκης (1975), του Παρισίου (Σορβόνη, 1980) και του Λονδίνου (1981). Άλλα έργα του: "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" (1945), "Καλοσύνη στις λυκοποριές" (1947), "Αλβανιάδα" (1962), "Ετεροθαλή" (1974), το "Σηματολόγιον" (1977), "Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας" (1982), το "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" (1984), μια σύνθεση-μετάφραση των σωζόμενων αποσπασμάτων της Σαπφώς με τίτλο "Σαπφώ, ανασύνθεση και απόδοση" (1984), "Αποκάλυψη του Ιωάννη" (1985), και "Ο μικρός ναυτίλος" (1985). Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τους Μ.Χατζιδάκη, Μ.Θεοδωράκη, Γ.Μαρκόπουλο, κ.ά.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, και σε άλλες γλώσσες. Πέθανε το 1996 σε ηλικία 85 ετών.
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Λάμπρος Πορφύρας
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932). Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, από τα δύο ομώνυμα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού) γεννήθηκε στη Χίο, ήδη όμως από την παιδική του ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ερμούπολη της Σύρου. Τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα και το Α΄ Γυμνάσιο Πειραιά. Μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, δημοσίευσε το ποίημα Θλίψη του Μαρμάρου στην εφημερίδα "Άστυ" (1894). Αμέσως έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά, ενώ συνδέθηκε στενά με τα περιοδικά Τέχνη (που στήριξε και οικονομικά) και Διόνυσος, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γιάννη Καμπύση. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τη φοίτησή του. Μαχόμενος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, υπήρξε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συνυπέγραψε το καταστατικό της Σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Κίνησης. Το 1900 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους με τη μεσολάβηση του Ζαν Μορεάς, τη Ρώμη και το Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου έμεινε ως το θάνατό του το 1932, δημοσιεύοντας ποιήματα στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Επιστρατεύτηκε δυο φορές κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε μια μόνο ποιητική συλλογή με τίτλο "Σκιές" (1920), ενώ το 1932 με επιμέλεια του αδελφού του εκδόθηκαν και οι "Μουσικές φωνές", συλλογή για την οποία είχε τιμηθεί με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής ποιητής και τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Τάγματος και του Σωτήρος από τον βασιλιά Αλέξανδρο (1918) και με μετάλλιο από τον Δήμαρχο του Πειραιά Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ο Πορφύρας ανήκει στους συμβολιστές ποιητές και δέχτηκε επιδράσεις από τους ευρωπαίους συμβολιστές και από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Λάμπρου Πορφύρα βλ. Άγρας Τέλλος, "Πορφύρας Λάμπρος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Κ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1932 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας Κριτικά Τόμος δεύτερος· Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.258-260. Αθήνα, Ερμής, 1981), Ζήρας Αλεξ., «Πορφύρας Λάμπρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Μερακλής Μ. Γ., "Λάμπρος Πορφύρας", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.358-361. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Σταμέλος Δημήτρης, "Πορφύρας Λάμπρος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης
O Eμαννουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Γιος πλούσιας οικογένειας έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Eυρώπη. Tο 1841 εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Kατόπιν επιστρέφει στην Eρμούπολη για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο, αργότερα στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και καταλήγει στη Pουμανία. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του "H Πάπισσα Iωάννα" που αφορίζεται από την εκκλησία και προκαλεί τη δικαστική του δίωξη. Πέθανε στην Aθήνα το 1904.
Ανθολογία: · Κώστας Σ. Σταμάτης
Κώστας Σ. Σταμάτης
Ο Κώστας Σ. Σταμάτης γεννήθηκε το 1956. Εργάζεται ως συντάκτης, ανθολόγος και επιμελητής εκδόσεων.
Έκδοση: Οκτώβριος 2011 από "Εκδόσεις Πατάκη"
Σελ.:216 (19χ12), Σκληρό εξώφυλλο, ISBN: 960-16-4254-4
Θέμα: "Ημερολόγια" "Θέατρο - Ελλάς"
- Περιγραφή
- Άλλοι τίτλοι από Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης
Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης
Roidis, Emmanouil D. ¹O Eμαννουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Γιος πλούσιας οικογένειας έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Eυρώπη. Tο 1841 εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Kατόπιν επιστρέφει στην Eρμούπολη για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο, αργότερα στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και καταλήγει στη Pουμανία. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του "H Πάπισσα Iωάννα" που αφορίζεται από την εκκλησία και προκαλεί τη δικαστική του δίωξη. Πέθανε στην Aθήνα το 1904.
"Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας" μας εξομολογείται ο Κάρολος Κουν. Βλέπουμε θέατρο, συμμετέχοντας όλοι στη θεατρική διαδικασία, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, λοιποί καλλιτεχνικοί συντελεστές και θεατές, για να νιώσουμε ο ένας την ευαισθησία του άλλου μέσω αυτής της μορφής τέχνης· για να συγκινηθούμε και να συγκινήσουμε με τις αλήθειες, τα ανθρώπινα πάθη μας, τα προσωπικά αδιέξοδα, τις ηθικές αμφιβολίες και την ποθεινή λύτρωση στο τέλος όλων όσα διαδραματίζονται επί σκηνής.
Κι όταν η αυλαία πέφτει, γεμάτοι μαγεία θεάματος και κατανόηση υπαρξιακών καταστάσεων, αισθανόμαστε πλέον αλληλοεξαρτώμενα συγκινησιακά μέλη αυτού του διεγερτικού πολιτισμικού θαύματος που συντελέστηκε επί σκηνής.
Τις ημέρες τον 2012 πάμε στο θέατρο με το λογοτεχνικό Ημερολόγιο. Οι σελίδες του, μιλώντας μας για το δράμα ή την κωμωδία, για το ανυπέρβλητο μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας ή τον Σαίξπηρ, τα μυστικά της υποκριτικής τέχνης, για φημισμένες παραστάσεις και μεγάλους ηθοποιούς που άφησαν εποχή, είναι γραμμένες από σπουδαίους νεοέλληνες λογοτέχνες, θεατρικούς συγγραφείς, γνωστούς σκηνοθέτες, ηθοποιούς και θεατράνθρωπους, οι οποίοι μας ξεναγούν πίσω απ' τις κουΐντες της απαράμιλλης θεατρικής τέχνης.
(2024) Η Πάπισσα Ιωάννα, Μίνωας
(2023) Η Πάπισσα Ιωάννα, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2022) Η ιστορία μιας γάτας και άλλα διηγήματα, Ίδμων
(2021) Οι ετήσιες επιθεωρήσεις στην Ώρα (1878-1889), Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
(2018) Τρεις μεσαιωνικές μελέτες, Εκδόσεις Πατάκη
(2017) Η Πάπισσα Ιωάννα και ο αφορισμός της, Μεταίχμιο
(2017) Ιστορίες με ζώα, Κυαναυγή
(2016) Ο Παράδεισος των γάτων, Ποικίλη Στοά
(2012) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2013, Εκδόσεις Πατάκη
(2012) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2013, Εκδόσεις Πατάκη
(2012) Η Μηλιά, Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης
(2012) Ψυχολογία Συριανού συζύγου, Σοκόλη - Κουλεδάκη
(2011) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012: Αρκεί η φωνή του ηθοποιού, Εκδόσεις Πατάκη
(2011) Η Μηλιά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
(2011) Psicologia d'un marito siriota, Αιώρα
(2011) Η Πάπισσα Ιωάννα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2011) Η διαμάχη για την ποίηση, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2011) Οι βρυκόλακες του Μεσαίωνα. Ορέστης και Πυλάδης, Εκδόσεις Βερέττας
(2010) Οι Ρωμαίοι δούλοι και ο χριστιανισμός, Εκδόσεις Βερέττας
(2009) Η Πάπισσα Ιωάννα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Η Πάπισσα Ιωάννα, Στρατηγικές Εκδόσεις
(2008) Μελέται φιλολογικαί, καλλιτεχνικαί, φιλοσοφικαί, Πελεκάνος
(2007) Οδοιπορικόν, Τολίδης
(2007) Οδοιπορικόν, Τολίδης
(2006) Συριανά διηγήματα, Σύγχρονη Εποχή
(2006) Οι μάγισσες του Μεσαίωνα, Εκδόσεις Βερέττας
(2005) Η Πάπισσα Ιωάννα, Μεταίχμιο
(2005) Τα ανθελληνικά, Ροές
(2005) Ψυχολογία Συριανού συζύγου, Ιανός
(2005) Αθησαύριστα κείμενα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2005) Ελληνικά διηγήματα, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
(2005) Η Πάπισσα Ιωάννα, Πελεκάνος
(2005) Η Πάπισσα Ιωάννα, Εκδόσεις Βερέττας
(2004) Εμμανουήλ Ροΐδη κείμενα για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, Μεταίχμιο
(2003) Τα Ελληνικά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
(2001) Η Πάπισσα Ιωάννα, Ενάλιος
(2000) Η Μηλιά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
(1999) Σκαλαθύρματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1997) Το παράπονο του νεκροθάπτου, Περίπλους
(1997) Μια ανθολογία, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών
(1996) Ιστορίες με ζώα, Επικαιρότητα
(1995) Αφηγηματικά Κείμενα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(1995) Ψυχολογία Συριανού συζύγου, Περίπλους
(1995) Η Πάπισσα Ιωάννα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(1993) Περί βιβλιοθηκών, Άγρα
(1993) Η Πάπισσα Ιωάννα, Ωρόρα
(1993) Ψυχολογία Συριανού συζύγου, Κέδρος
(1993) Η Πάπισσα Ιωάννα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1992) Οι λιμοκοντόροι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1988) Η Πάπισσα Ιωάννα, Εξάντας
(1988) Ο Xρυσοκάραβος, Κριτική
(1988) Η Πάπισσα Ιωάννα, Νεφέλη
(1988) Αφηγήματα, Νεφέλη
(1978) Άπαντα, Ερμής
(1978) Άπαντα, Ερμής
(1978) Άπαντα, Ερμής
(1978) Άπαντα, Ερμής
(1978) Άπαντα, Ερμής
() Η Μηλιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
() Ο Χρυσοκάραβος, Ηριδανός